Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Ή το χρυσάφι ακόμα θες που τύχει να μας φέρει και κάνας Τρώας προεστός για ξαγορά του γιου του, 230 που εγώ δεμένονε ή κανείς εδώ τον έφερε άλλος, ή καμιά κόρη πούφερε ναν την κρατήσει χώρια και μόνος ναν τη χαίρεται και ναν την αγκαλιάζει; Είσαι αρχηγός μας κι' άπρεπο να μας ποτίζεις πίκρες.
Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135 η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα, του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση, εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα. και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140 μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε. βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145 και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω, έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω• ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη, και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη, της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150 και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου, τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω. κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα 'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155 αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη, κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160 κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του, και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι. χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του• επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165 και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια, κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια, το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο, 'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170 να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι. εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους, καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα• «ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε 'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175 αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι, ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».
Είνε οκτώ παρά τέταρτον. Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της υπηρετρίας. — Αφέντη! — Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός Ο Δημητράκης, ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου· — Έφερε τα γάντια μου; — Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .
Τόσα χρήματα έφερε ο Πολέμων, που τα μετρά με τον μέδιμνον, πολλούς μεδίμνους. Είχε δε και ο Παρμένων εις τον μικρόν του δάκτυλον ένα δακτυλίδι πολύ μεγάλο και πολύγωνον με μία πέτραν τρίχρωμη και κόκκινη εις το επάνω μέρος.
Διότι όστις έπραξε οτιδήποτε από αμάθειαν και δεν έφερε καμμίαν αντίστασιν κατά την ώραν της εκτελέσεως, ναι μεν δεν το έπραξε εκουσίως, αφού βεβαίως δεν το εγνώριζε, αλλά πάλιν ούτε ακουσίως, αφού δεν το έπραξε με λύπην. Λοιπόν εις τα προερχόμενα από αμάθειαν, όστις μεν μετανοεί έπραξε ακουσίως, όστις όμως δεν μετανοεί, αφού δεν είναι όμοιος, ας τον θεωρήσωμεν ημιεκούσιον.
Αλλ' όμως ήτο περί βαθύν όρθρον. — Λοιπόν να έλθω αύριον βράδυ; ηρώτησεν αύθις ο ξένος. — Να έλθης. — Θα το έχης δοσμένον το γράμμα; — Χωρίς άλλο. — Και αν κατορθώσης να την ιδής... — Αυτό είνε δυσκολώτερο. — Να της ειπής ότι ο Μάχτος το έφερε το γράμμα. — Ο Μάχτος; — Μάχτος, έτσι ονομάζομαι. — Καλό όνομα, εμουρμούρισεν ο Τρέκλας. — Και είνε αδελφή μου. — Έχω ευχαρίστησι.
Ο μπάρμπ’-Αλέξης δεν ειμπόρεσε να τον καταφέρη. Ηναγκάσθη να παύση να πλησιάζη εις τον σταθμόν εκείνον της Στερεάς. Μίαν φοράν όμως «τα έφερε σκούρα». Ευρέθη εις το πέλαγος, εν τω μέσω του Ευβοϊκού στενού, εις ίσην από της ηπείρου και από της νήσου απόστασιν. Ήρχετο από τους Ωρεούς κ' έπλεε διά το Θρόνιον.
Σαν που ταφήκα παιδί, το ξαναβρήκα και γέρος. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! Η θάλασσα είναι λεύτερη, αλυσίδα δεν τηνε δένει τη θάλασσα. Η θάλασσα χάφτει καράβι καθώς άνθρωπος χάφτει σπειρί άνιθο. Αρμάδες αλάκερες καταπίνει. Να, εκεί, κατά ταριστερά, έκαμε μια φορά η φωτιά συντροφιά με το κύμα, και μοιράστηκαν ένα καράβι ανάμεσά τους. Ένας Παππανικολής την έφερε τη φωτιά.
Περί δε τα τέλη του αυτού θέρους ο στρατηγός των Αθηναίων Ευετίων, ενωθείς μετά του Περδίκκου και πολλών Θρακών, εξεστράτευσε κατά της Αμφιπόλεως· μη δυνηθείς όμως να κυριεύση την πόλιν, έφερε τας τριήρεις του εις τον Στρυμόνα και την επολιόρκησεν εκ του μέρους του ποταμού τούτου, εκτελών τας εφόδους εκ του Ιμεραίου. Και τοιουτοτρόπως έληξε το θέρος τούτο.
'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση. κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330 του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι• την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου, αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν