Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Θα ήτο δε γελοίον, αγαπητέ Φίλων, εάν τώρα επεχείρουν να σου αποδείξω ότι δεν είμαι Πάρθος, ούτε εκ Μεσοποταμίας, όπου μ' έφερε και με απώκισεν ο θαυμαστός συγγραφεύς.
'Σ τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθρια 'ς τους μνηστήραις 5 άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. αλλ' εταράζετο η καρδιά 'ς τα σωθικά του εκείνου, και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10 εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμη 'ς την μάχη· 15 όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας· — βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20 όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· τότε 'ς αυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25 άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκεί 'ς την φλόγα οπ' έχει ανάψει, ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότε 'ς αυτόν η Αθήνη 30 κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα· 'ς την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· «Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδού 'ς το σπίτ' η σύντροφός σου, και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35
Έκρυψε την αιματωμένην μάχαιραν κάτωθεν όλου αυτού του σωρού των οθονίων, ετυλίχθη αυτή με παλαιόν, εμβαλωμένον, αλλά καθαρόν πάπλωμα, κ' εκάθησεν απάνω εις τον χαμηλόν σωρόν, όστις εβυθίσθη ακόμη χαμηλότερα. Έφερε την αριστεράν χείρα εις την μασχάλην της, κ' επροσπάθει να σταματήση το αίμα. Παραδόξως δεν είχε δειλιάσει όταν είχεν ιδεί το αίμα, αν και πρώτην φοράν της συνέβαινε το πάθημα.
Και τούτος είναι ο πρώτος σταθμός της μεγάλης μεταβολής την οποίαν ο εξωτερικός κόσμος έφερε διά μιας εις τον πνευματικόν βίον του Αμλέτου ό,τι εξανοίξαμεν από τους λόγους οπού επρόφερεν εις την βασιλικήν ακρόασιν εξηγείται κατά βάθος εις τον αμέσως επακόλουθον Μονόλογον.
Και ήρχισε πάραυτα η Γερακούλα να διηγήται πώς συνηντήθη μετά του δειλού εκείνου χωροφύλακος εις Κεχριάν και πώς ενίσχυσε τον φόβον του, χωρίς να γνωρίζη ότι ήτο ληστής, και περιπλέον αγνοούσα ότι έφερε μεθ' εαυτού ληστεύσας τον θησαυρόν του Μοναστηρίου, «ως να την είχε φωτίση η Μεγαλόχαρη, που δεν ήθελε να χαθώσιν έτσι οι κόποι της».
Ο πέτρινος ελέφαντας στη θάλασσα προυμυτισμένος ετίναζε νεροστροβύλους στ' αστέρια. Μηδέ Τσιρίγο μηδέ Ηλοί εξεχώριζαν πουθενά. Άχνα το νερό τα εσκέπαζεν από άκρη σ' άκρη. Ευθύς το πρόσωπό του εκιτρίνισε σαν λεμόνι· τα μάτια του έσταξαν αίμα και χολή. Ασυλλόγιστα έφερε το χέρι στο στυλέτο. — Βρε άθεε αγριομίλησε· πού πας εδώ να μας πνίξης! — Μ' επήρε στο φτερό· δεν το κατάλαβα· εψιθύρισεν άτολμα.
Γιατί έρχεστε δω ν' αραδιάστε τα παραμύθια σας; Δίχως άλλο μεθυσμένος θάσαστε χθες βράδυ, και το κρασί σας έφερε όλα αυτά τα ονείρατα. — Αλήθεια, ναι, είμαι μεθυσμένος, και με τέτοιο ποτό που ποτέ πεια δε θα μου περάση αυτό το μεθύσι.
Και πόσες φορές ο νους μου δε μου έφερε σας, καλή μου γιαγιά, που καθόσαστε τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο κρεββάτι μου πλάι, όσο να κοιμηθώ, και μου λέγατε κείνα τα παραμύθια σας, κι ανοίγατε στην παιδιάτικη φαντασία μου ολάκερους κόσμους... Ω! εκείνα τα παραμύθια σας, δεν τα ξέχασα, ούτε θα τα ξεχάσω ποτέ. ΑΝΝΟΥΛΑ Μου τα λέει τώρα και μένα, Σταύρο. Μου τα λέει και μένα.
Καταπεσμένη μάνα τόρα αμαρτωλή, η αφρόπλαστη παρθένα του χωριού, των κοριτσιών η ζήλια πριν και το κρυφό καμάρι των λεβέντηδων αρωστημένη τόρα και αδύνατη, σούφρα και κατακίτρινη, με το ένα πόδι στον τάφο, αγκομαχά και κοίτεται στο φτωχικό τους παραγώνι σύγξυλη, μες τη βαριά της λεχωνιά η Αριστούλα η ορφανή· — συντροφεμένη δίπλα της από μιαν άλλη αθώα και άπλερη ορφανή, τη νειογέννητη μικρή αμαρτωλή, που τυλιγμένη μες την αμαρτία της την έφερε στον κόσμο.
Έπειτα έφερε την Εκάτην συνοδευομένην από τον Κέρβερον και κατέβασε την Σελήνην, η οποία παρουσίαζε πολύμορφον και μεταβαλλόμενον θέαμα• διότι κατ' αρχάς παρουσίαζε γυναικείαν μορφήν, έπειτα εφάνη ως βώδι ωραιότατον, έπειτα σκυλάκι. Επί τέλους λοιπόν ο υπερβόρειος έπλασεν εκ πηλού μικρόν έρωτα και του είπε: Πήγαινε και φέρε την Χρυσίδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν