Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Εννιά πια χρόνια πέρασαν του Δία, και των πλοίων έλιωσαν τώρα τα σκοινιά και σάπισαν τα ξύλα, 135 και θα μας κάθουνται κλειστές οι δόλιες μας γυναίκες με τα παιδιά να καρτεράν, κι' εμάς ατέλιωτη έτσι μένει η δουλιά μας που ως εδώ μας έφερε στα ξένα. Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάξω. Ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, 140 τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο

Ήταν σχεδόν ίδιες οι δυο είσοδοι με τρία σπασμένα, χορταριασμένα σκαλοπάτια η κάθε μία, ενώ όμως η είσοδος του παλιού νεκροταφείου έφερε ένα ξύλινο διαβρωμένο υπέρθυρο, εκείνη των τριών γυναικών είχε ένα χτιστό αψιδωτό υπέρθυρο και επάνω στη δοκό του υπήρχαν τα ίχνη ενός οικόσημου: ένα κεφάλι πολεμιστή με κράνος και ένα χέρι οπλισμένο με σπαθί∙ το μότο έγραφε: quis resistit hujas?

Γνωρίζω πως πιστεύει στην αλήθεια κάθε λόγου που λέει κ' η απάντησή μου ίσως να κλόνισε για μια στιγμή την πίστη της και να έφερε μιαν αναλαμπή ελπίδας στα μάτια της, όμως δεν κατώρθωσε να της ξαναδώση την πεποίθηση πως είναι απαραίτητη και πως έχει την υποχρέωση να ζήση.

Όταν στην Πύλο ο Μέλαμπος έφερε το κοπάδι από την Όθρυ, έγειρε στην αγκαλιά του Βία η ωραία Πειρώ, της γνωστικής Αλφεσιβοίας η μάννα. Και μήπως τάχα ο Άδωνις, μέσ' στα βουνά τσοπάνης, δε μάγεψε τόσο τρελλά την ώμορφη Αφροδίτη που και νεκρό στον κόρφο της σφικτά τον εκρατούσε;

Την ηγόρασε λοιπόν ο Λαλεμήτρος και ως έλεγεν εις την Θωμαήν, πολλάκις αύτη τον εφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, Εις τον πυθμένα της αβύσσου κάτω τον κελαινόν, ως δύτης, την έφερε μεθ' εαυτού πάντοτε ο Λαλεμήτρος καθώς τον είχε συμβουλεύσει ο Ισραηλίτης, και ουδέποτε ουδέν κακόν τω συνέβη, Τα κήτη επλησίαζον προς αυτόν με ορμήν πολλάκις, αλλά μόλις την έβλεπον, ακτινοβολούσαν την χρυσήν άλυσιν, απεσύροντο ηρέμα, ως φελούκαι προς τα οπίσω κωπηλατούμεναι . . .

Το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε ως τη γη, το ξανασήκωσε, το έκανε να γελάει, το έφερε έξω σφίγγοντάς το δυνατά στο στήθος της. Ο Τζατσίντο κάθισε έξω έχοντας ανοιχτά τα πόδια και ταλαντεύοντας τα χέρια του ανάμεσά τους, ενώ άκουγε την Καλίνα που τον προσκαλούσε να φάει μαζί της κουκιά μαγειρεμένα με γάλα.

Ο πατέρας μου έφερε καινούργιο φορεματάκι, εύμορφον, κ' εκοιμήθην μαζί μ' αυτό στην αγκαλιά μου. Εις τον πρώτον ακουσθέντα του κώδωνος της εκκλησίας ήχον επετάχθην. Όλοι οι κάτοικοι καθαροί, ειρηνικοί, φαιδροί συνήχθησαν εις την εκκλησίαν. Τι τάξις! τι ευπρέπεια! τι κοσμιότης! Ο ένας εφημέριος, υψηλός, στερεός, με τα χρυσά του άμφια και την χρυσήν του στόφαν, ωμοίαζε με τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ.

Ο λύκος του, μαλαμοκαπνισμένος, παρίστανε κεφαλήν εχίδνης, με το δέρμα φολιδωτόν και οφθαλμούς πυριφλεγείς, αντικατεστημένους δι' ερυθρών πετραδιών όταν έφερε και τον πυρόλιθον, εφαίνετο με γλώσσαν προτεταμένην και στόμα ολάνοικτον, έτοιμος να καταπνίξη τον εχθρόν.

Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο . Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: — Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!

Κι αυτός έτρωγε μαζί με τη Χλόη κ' ευχαριστιόνταν δοκιμάζοντας μαγέρεμμα της πολιτείας· κ' έλπιζε πως θα πιτύχουν το γάμο, πείθοντας τ' αφεντικά. Μα ο Γνάθωνας ξαναμμένος από όσα είχανε γίνει στο κοπάδι και νομίζοντας ανυπόφερτη τη ζωή του, αν δεν απολάψη το Δάφνη, αφού παραφύλαξε τον Άστυλο, εκεί που περιδιάβαζε στο περιβόλι, και τον έφερε στο ναό του Διόνυσου, του φιλούσε τα χέρια και τα πόδια.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν