United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πούθε η κυρά σας έκανε σα βγήκε από το παλάτι; Μην πάει στις συνυφάδες της ή σε καμιά αντραδέρφης; για μήπως πάει στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, όπου κι' οι άλλες δέουνται πυκνόσγουρες κυράδες380

τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους κλειέται υψηλούς ολόγυρατο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλληςτην θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 αυτούτην άκρα, κ' έδεσατον βράχο το σχοινί του. και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνάτην πόλιν καταιβάζαν, και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρόςτην πόλι 105 του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. κατέβ' η νέατην λαμπρή πηγή, την Αρτακία, ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερότην πόλι. την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, 'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• οι άλλοι δυο πετάχθηκαν καιτα καράβια φθάσαν. και αυτόςτην πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουντα κουπία να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.

ΔΟΡΑΝΤ Είσθε θαυμάσιος μ' αυτό το φόρεμα· ούτε βρίσκονται στο παλάτι άλλοι πειο καλοντυμένοι από σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αι! αι! ΔΟΡΑΝΤ Για γυρίστε πίσω. Αριστοκρατικότατο! ΔΟΡΑΝΤ Σας ορκίζομαι, κύριε Ζουρνταίν, είχα μεγάλη ανυπομονησία να σας δω. Είσθε ο μόνος άνθρωπος που εκτιμώ περισσότερο στον κόσμο. Σήμερα το πρωί ακριβώς μιλούσα για σας στο παλάτι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μου κάνετε μεγάλη τιμή, κύριε.

Δεν έμειναν εις το παλάτι άλλοι, παρά η Γουλνάζε με την συνοδίαν της Φαρουχνάζης και το βασιλόπουλο με τον Σειρμώγ, οι οποίοι έμειναν εκεί διά μερικές ημέρες χαρούμενοι.

Τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς και έφεραν φωτιάν και έκαυσε τας τρίχας εκείνας και ευθύς εσείσθη όλον το παλάτι και ιδού παρουσιάσθη μία μεγαλοπρεπής και στολισμένη γυναίκα.

Ο Καερδέν εγύρισε τον Τριστάνο στα τείχη, και στον μεγάλο πύργο, τριγυρισμένο από προμαχώνες με πασσάλους, όπου κρύβονταν οι τοξότες. Από της πολεμότρυπες τούδειξε μακρυά στον κάμπο της σκηνές και τα παραπήγματα πούχε στήσει ο κόμης Ριόλ. Όταν γύρισαν στο παλάτι, ο Καερδέν είπε στον Τριστάνο: — Τώρα, ωραίε φίλε, θ' ανεβούμε στη σάλλα που είναι η μητέρα μου κι' η αδερφή μου.

Τι εννοείς; Φώναξα κι’ εγώ. «Δεν καταλαβαίνω». Δεν έχει σημασία, απάντησε, «πήγαινε πίσω από όπου ήρθες». Δεν ήθελε να προσθέσει τίποτα άλλο, και γεμάτος ερωτηματικά, γύρισα στο δωμάτιό μου στο παλάτι και πήγα στο κρεβάτι. Όταν ξύπνησα και σκέφθηκα την περιπέτειά μου, πίστεψα ότι την είχα ονειρευτεί και έστειλα ένα υπηρέτη να ρωτήσει αν ο πρίγκιπας είχε ντυθεί και μπορούσε να με δει.

Ο άνεμος εβόιζε γύρω του· κάτω μέσα εις την άβυσσον έβραζαν τα νερά, που έλυωναν από τον Παγώνα, το Παλάτι της Νεράιδας του Πάγου.

Αυτό με εξέπληξε πολύ περισσότερον, μην ηξεύροντας τι να στοχασθώ δι' αυτά που έβλεπα· και εκεί που τοιαύτης λογής εστοχαζόμουν, γυρίζω τα μάτια μου προς το παλάτι, και βλέπω εις ένα παράθυρον μίαν ωραιοτάτην κυράν, που μου έκανε νόημα να υπάγω εις αυτήν.

Όσα είπαμε στου Ιουλιανού το κεφάλαιο για την τιτλοφορημένη εκείνη μερμηγκιά που μπαινόβγαινε στο παλάτι, δεν είναι τίποτις ομπρός στους μύριους αυλικούς αξιωματικούς που θα τους δώσουμε μια γενική περιγραφή όπου κι αν είναι.