United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενθυμείσθε τουλάχιστον την εκδρομήν μας εις το Μνήμα του Έλληνος, εις την κορυφήν του αντικρυνού βουνού; ταις τρέλλαις μας με την γρηά την ατσιγγάνα που ήλθε να ιδή ταις τύχαις μας; που επήρε την θείαν μου διά σύζυγόν σας και εμέ διά παιδί σας; Και ενθυμείσθε που κατέβημεν έπειτα εις το Τ ο κ ά τ και επεσκέφθημεν το παλάτι; Και ενθυμείσθε τους στίχους που μου εκάμετε; Ή θέλετε να σας τους ειπώ; Σταθήτε

Μια μέρα, η δεσποινίς Κυνεγόνδη, περιδιαβάζοντας κοντά στο παλάτι, μέσα στο μικρό δάσος που τ' ωνομάζανε πάρκο, είδε μέσα σε κάτι χαμόκλαδα τον δόχτορα Παγγλώσση, που έδινε ένα μάθημα φυσικής πειραματικής στην καμαριέρα της μητέρας της, μια μικρούλα μελαχροινή και πολύ καλόβολη.

Παίξε, αργαλειέ μου, βρόντησε, ... πέτα χρυσή σαΐτα, 'Τρίξτε καϋμένα χτένια μου, βαστάτε τον ηχό μου, Να βγουν τα υφάδια γλήγορα, να ράψω τα προικιά μου, Γιατ' ο καλός μου βιάζεται, βιάζεται να με πάρη. Ένα παλάτι αδιάβατο κλειστό και ρημαγμένο Πανώρηο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο. Δέρν' η θολούρα, η χειμωνιά το έρμο το παλάτι, Κι' ουδέ μιλάει το μάρμαρο, ουδέ κι' ανοίγει μάτι.

Όθεν μίαν ημέραν μη υπομένοντας πλέον την αυθάδειαν και αδιαντροπίαν της γυναικός επήγα εις το παλάτι των δακρύων, διά να ιδώ τι κάμνει εκεί η αδιάντροπη γυναίκα· και από μέρος που δεν με έβλεπεν ακούω και λέγει εις τον αγαπητικόν της· αλλοίμονον εις εμέ, εγώ ευρίσκομαι εις την εσχάτην απελπισίαν ω ψυχή μου αγαπημένη, καθημέραν σου ομιλώ, και δεν μου αποκρίνεσαι ένα λόγον; έως πότε αυτή η σιωπή; δεν ακούεις τους στεναγμούς μου; δεν ακούεις τους θρήνους μου; πώς δεν μου λέγεις ένα μόνον λόγον; πόθεν προέρχεται τούτο; από αδυναμίαν σου, ή από καταφρόνησιν προς με; βλέπεις ότι εγώ προτιμώ να συμμερίζωμαι τους πόνους σου και να ζω συχνάκις μαζί σου, παρά να απολαμβάνω τας ξεφαντώσεις και ηδονάς, που δύναται να μου δώση η βασιλική εξουσία.

Πατάει πρόθυμα τη χρυσή βούλα του ο βασιλιάς στη θανατική απόφασι. Τότε του διηγήται ο λαός το κάμωμα του βασιλόπουλου. Κακή χολέρα εθέριζε τα περίχωρα και είχε κάθαρσι η πόλις. Όμως το βασιλόπουλο, τυφλό στον θρίαμβό του δεν επρόσμεινε πρώτα να καθαρισθή μα ήρθε γραμμή στο παλάτι. Ίσως έφερε την αρρώστια και μέσα στα σπίτια του. — Ευχαριστώ! λέγει ο βασιλιάς δακρύζοντας.

Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος, κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη. τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους· και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· 375 «Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος· τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην, 'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτετην εργασία ούτεταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος. και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· 380 αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης· εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι ν' αποσταλούντους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης».

Κι όσο για τους Ευνούχους, πολίτης καβαλλάρης αν περνούσε, έπρεπε να ξεπεζέψη και να τους χαιρετήση. Τα είδε όλ' αυτά ο Ιουλιανός, που ο ίδιος του πλάγιαζε κατάχαμα για να κοιμηθή, κι άναψε το φιλοσοφικό του αίμα. Από τη μιαν άκρη πήδηξε στην άλλη. Ένα διάταγμα και ρημώθηκε το παλάτι.

Μετά απ' αυτή τη μακρυά συνομιλία, ο αγαθός γέρος διάταξε να ζέψουνε μια καρότσα μ' έξη πρόβατα κ' έδωσε δώδεκα υπηρέτες του στους δυο ταξιδιώτες, για να τους οδηγήσουνε στο Παλάτι. — Συχωρέστε με, τους είπε, αν η ηλικία μου με στερεί την τιμή να σας συνοδέψω. Ο βασιλιάς θα σας δεχθή με τρόπο, που δε θα μείνετε δυσαρεστημένοι και θα παραβλέψετε τα έθιμα του τόπου, αν μερικά δε σας αρέσουν.

ΙΟΚΑΣΤΗ Γιατί τέτοια ασυλλόγιστη λογομαχία εστήσατε ταλαίπωροι, ενώ τας Θήβας δέρνει η μεγάλη συμφορά; Ντροπή καμμία δεν έχετε και αστόχαστα κινείτε μίση. Δεν πας εις το παλάτι σου και συ στο σπίτι, Κρέων, μη λάχη τα μικρά γείνουν μεγάλα; ΚΡΕΩΝ Ο σύζυγός σου τρομερήν, άνασσα, θέλει να μου επιβάλη τιμωρίαν και μου προτείνει τον θάνατον αν προτιμώ ή την εξορία.

Απ' το παλάτι ξέμακρα να ξαποστάσουν στέκουν Και ρίχνουν κλήρο και λαχνό, 'ς όποιον απ' όλους πέση, Γυναίκα του η βασίλισσα σκλάβοι του οι άλλοι νάναι. Κ' ένας μικρός και πλειο ώμορφος πετιέται και φωνάζει: — Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει.