United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Οφφικιάλος είδον που έλαβε κάποιον πόνον διά τες δυστυχίες μου· έπειτα μου λέγει· στάσου με καλήν καρδίαν και έλα κοντά μου, και ογλήγορα θέλεις αλλάξει κατάστασιν. Εγώ τον ηκολούθησα, και με έφερε εις ένα εύμορφον οντά εις το παλάτι το βασιλικόν, και εκεί με ηρώτησε πώς ονομάζομαι, και πόσων χρόνων είμαι.

Κακή ώρα τους βρήκε τότες τους χίλιους κουρέους, τους χίλιους κεραστάδες, τους χίλιους μαγείρους, και τους ακόμα πιώτερους Ευνούχους που βράζανε στο παλάτι μέσα. Δε φαίνουνται ρητορικές υπερβολές αυτά τα βαρβαρικά μεγαλεία που μας τα είχε ο Κωσταντίνος φερμένα από Ρώμη κι από Περσία, Του πουλιού το γάλα έβρισκες στο παλάτι εκείνο.

Ξεκίνησε, και γύρισε στο Παλάτι με την ακολουθία της, τραβήχτηκε αυτή στα δικά της κατατόπια, κι αφήκε τους προυχόντους στη μεγάλη την αίθουσα ναποφασίσουν το τι θα γίνη. Στη συζήτηση όμως απάνω ήρθανε σε λόγια οι προυχόντοι. Σηκώνεται λοιπόν ο Πραιπόντιος Ουρβίκιος και τους προτείνει ναφήσουν την εκλογή στην Αυγούστα. Συφωνούν όλοι και βάζουν τον Πατρίκιο να πάη και να προσκαλνέση τη Βασίλισσα.

Οι ευνούχοι ερευνώντες με ηύραν υποκάτω εις τον θρόνον, και εβγάζοντάς με από εκεί με έσυραν εις τους πόδας του βασιλέως, ο οποίος βλέποντάς με μου είπεν· ω άνομε και ταλαίπωρε, τι είνε τούτη η τόλμη σου; εχάθησαν οι γυναίκες από την Αίγυπτον διά εσένα, και ήλθες να πατήσης το παλάτι μου; Τότε εγώ από τον φόβο μου ολίγον έλειψε που να ξεψυχήσω, και άλλο δεν ανέμενα παρά τον θάνατον.

Μπορούσαν όμως, αν ήθελαν, να το ψηλώσουν και να το μεγαλώσουν με τον καιρό. Ο γέρος γεννήθηκε σε καλύβι και πέθανε σε σπιτάκι. Οι γιοι από σπιτάκι ας το κάμουν σπίταρο, παλάτι! Αν και ήξερε καλά πως δεν ήταν ακόμα καιρός για τέτοιες πολυτέλειες. Το σπιτάκι μπορούσε να τους θρέψη και να τους μεγαλώση μια χαρά.

Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.

Όταν επλησίασα εκεί, είδον μίαν θαυμασίαν οικοδομήν, κατασκευασμένην με την πλέον επιτηδείαν αρχιτεκτονικήν και θεωρώντας έξωθεν, ιδού βλέπω και έρχονται νέοι με ένα σεβάσμιον γέροντα οι οποίοι με εχαιρέτησαν και με ωδήγησαν μέσα εις το παλάτι τους.

Ξαναφώναξε τότες ο λαός τις συνηθισμένες του ευκές, και κατέβηκε τέλος ο Βασιλέας από το κάθισμα, πήγε στην εκκλησιά με παράταξη, και σαν ψάλθηκε η δοξολογία κι αγιάστηκε η κορώνα, κοινώνησε, και γύρισε στο παλάτι. Εκεί τελέστηκε κ' η «προαγωγή» του νέου Επάρχου, έπειτα δόθηκε μεγάλο τραπέζι σ' όλους τους συγκλητικούς και τους μεγιστάνες. Ερχόμαστε τώρα στην ιστορία του Αναστασίου.

Ιδού με τι τρόπον εβγήκα από το χαρέμι της βασιλοπούλας, και από τον νέον κίνδυνον, που εξ απροσεξίας είχα πέσει· ύστερα από ολίγον επήγα και αντάμωσα τους συντρόφους μου. Ο Οντάμπασης των τζοχανταρέων με έκραξε, και με ωνείδισε που έμεινα έξω από το παλάτι εκείνην την νύκτα, τον οποίον με μίαν πρόφασιν τον εκαταπράυνα.

Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.