United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο κάστρο της Τροίας που λυώνει σε σκόνη κοίτεται η σαύρα σαν κάτι τι από πράσινο μπρούντζο. Η κουκουβάγια έκτισε τη φωλιά της στο παλάτι του Πριάμου.

Πήρα ένα δρόμο κατηφορικό κοντά στον τοίχο και από μέσα, ως που έφτασα σ' ένα παλάτι όμορφο, του Πορφυρογέννητου, χτίριο βυζαντινό. Άλλο από εκκλησία, μεγάλο σπίτι βυζαντινό άλλοτε δεν είδα.

Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός βουνού, που ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν είδα ένα παλάτι ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις αυτό δεν εφαίνονταν κανένα παράθυρον.

Εγώ έχω το ένα ποδάρι στο λάκκο. Παιδιά δεν έχω, σκυλιά δεν έχω. Πρέπει να φροντίσω μοναχός μου για τα υστερνά μου. Αποφάσισα να φκιάσω το παλάτι μου. Απ' αυτά τα παλάτια που φκιάνεις του λόγου σου κάτω στην ΑγιάΜαρίνα. Θα μου κάμης το μάρμαρό μου και θα γράψης από πάνω: Εδώ αναπαύεται εν Χριστώ ένας καμπούρης». Ο μαρμαράς τον κύτταξε καλά, και άρχισε να σκαλίζη το μάρμαρο. Πέρασαν χρόνια.

Και δι' αυτήν την αιτίαν εβγαίνοντας από την χώραν, και πηγαινάμενος εις ένα πυκνόν λόγγον έκοψα σαράντα δένδρα όλα παρόμοια και με την δύναμιν κάποιων λόγων, των οποίων ηξεύρω την ενέργειαν, τα εμψύχωσα εις μορφήν ανθρωπίνην, και εκατασκεύασαν τα λουτρά, που φαίνονται εις τες πόρτες του Αστραχάν· ετούτοι είνε οι σαράντα μου σκλάβοι, ω βασιλέα μου, που σου είχα ομιλήσει πως με υπηρετούν, και που έκτισαν τους λουτρούς, που είδες, και που σου έφτειασαν και το κιόσκι εις το παλάτι σου.

Αν είσαι ανδρειωμένη Καιτο παλάτι πας γοργά, πριχού διαγείρη ο Ήλιος Και μπης ως μέσα αθώρητη καιτο χαμώι κατέβης, Πούνε τ' αθάνατο νερό που λούει το θείο κορμί του Κάθε βραδούλα πώρχεται κι' αυγή που ξεκινάει, Κι' αν πάρης μέσ' 'ς τα χέρια σου και βγης κι αράδα-αράδα. Τα βουβαμένα, τ' άλαλα τα μάρμαρα ραντίσης Και ιδής να λάβουνε ζωή, να κρίνουν να ξυπνήσουν, Τότε χαράεσένανε.

Απόθεσαν το βασιλικό λείψανο σε θήκη μαλαματένια στολισμένη με την πορφύρα και με την κορώνα, και το μεταφέρανε στην Πρωτεύουσα. Εκεί στο μεγαλόπρεπο μέσα Παλάτι, καταμεσή στο μεγάλο το Τρίκλινο, απάνω σ' αψηλό Επιτάφιο, τριγυρισμένο μ' αμέτρητους φανούς και λαμπάδες, κοίτουνταν το λείψανο του πρώτου Χριστιανού Βασιλέα.

Σήμερα, ξεχνώντας όλα αυτά θα ανεχτούμε το θάνατό σουΟι θρήνοι, η κραυγές, περνούν όλη την πολιτεία. Όλοι τρέχουνε στο παλάτι. Αλλά ο θυμός του Βασιληά είναι τέτοιος που κανείς βαρώνοςόσο δυνατός και νάναι κι' όσο αγέρωχοςδεν τολμά να πη κουβέντα για να τον μαλακώση. Η μέρα πλησιάζει. Φεύγει η νύχτα.

Του έδωσε την άδεια να γυρίση πίσω στο παλάτι, και όπως άλλοτε, ο Τριστάνος κοιμάται στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπητικούς. Όποτε θέλει, μπορεί να μπαίνη και να βγαίνη. Ο Βασιληάς δεν έχει πεια καμμιά ανησυχία. Αλλά ποιος λοιπόν μπορεί πολύν καιρό να κρατήση μυστικούς τους έρωτές του; Αλλοίμονο, ο έρωτας δεν κρύβεται.

Μάταια ψάξανε όλο το παλάτι. Πουθενά δεν εβρεθήκανε. — Αλλοίμονο! είπε η βασίλισσα. Με τούτα τα μαργαριτάρια, κι' αν οι οχτροί πατήσουνε τη χώρα μας, πάλε μπορούμε να την ξαγοράσουμε. Κι' αν πάρωμε εμείς τον πόλεμο, με τέτοιο πλούτος τόσες κι' άλλες τόσες χώρες αγοράζομε. Κ' έκλαιγε μοναχή της και φοβότανε να πη το χάσιμό της. Σαν είδε κι' απόειδε ξεμολογήθηκε μια μέρα το χάσιμό της στο βασιλιά,