Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Μέσα στο μελίσσι των παιδιών που σχολούσαν, μεσημέρι και δείλι, απ' το σχολειό της ενορίας και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και κακανίσματα, το πιο περήφανο ήτανε ο Γιαννάκης ο Καμπούρης. Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάννα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα ταρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος.

Να μην το κουνήση πια κανείς από 'δώ μέσα ! σωστό νοσοκομείο το κάμαμε ! Μηδά τόθελα εγώ που άργησα; Να, μ' έμπλεξαν κάτι φίλοι, δε μ' αφήσανε να φύγω : με κοροΐδεύανε για την παντρειά μου και με το δίκιο τους που τα μπλάστρωσα και γίνηκα νταντός και νοσοκόμος!. . . Μόλις άκουσε τη μιλιά του η Βεργινία, στέγνωσαν τα δάκρυα της και με μια φωνή σαν πνοή που προσπαθούσε να βάλη και λίγο γέλοιο μέσα στο παράπονό της, του είπε: Φοβήθηκα μήπως δεν ξανάρθης!-και πάλι τα μάτια της αρχίσανε να τρέχουν. . . Μα ο Νίκος δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα, μόνο έλεγε παρακάτω: Έπειτα ήξερα που είχες την Ευρυδίκη κοντά σου: μούπε πως θα κάτση να σου κάνη συντροφιά ίσαμε που να γυρίσουμε. . Ως που να το καταλάβωμε, πέρασε η ώρα.-Το περισσότερα έμεινα για χάρη τον κοριτσιού, που τόχομε τώρα ένα μήνα μανταλωμένο εδώ μέσα και δεν είδε μέρα Θεού: ήθελε νάκανε ένα γύρο το κορίτσι και το λυπήθηκα. Θέλεις να σου δώσω τίποτα να πιής;-την αρώτησε βλέποντας την που ξεροκατάπινε.

Ο Έφις τον είχε δει λίγο πριν πάνω στο μικρό κρεβάτι κατά μήκος του τοίχου, με τα βλέφαρα κλειστά, τόσο λεπτά που έμοιαζε να τα διαπερνά το γαλάζιο των ματιών, με τα πυρόξανθα μαλλιά του πάνω στο λευκό του μαξιλαριού και τις γροθιές σφιχτές σαν μωρό που ονειρεύεται. Είχε ξεχάσει καταγής αναμμένο το φως.

Λίγο κατόπι, στα 483, τονέ βρίσκουμε πάλι τον Ίλλο και ξεκινάει κατά τη Μικρασία να ξεφύγη άλλη δολοφονία, από γυναίκα κι' αυτή, από τη Βασίλισσα δηλαδή την Αριάδνη. Εκεί απάνω σηκώνει στη Συρία ειδωλολατρική επανάσταση κάποιος Λεόντιος. Διορίζει λοιπόν ο Ζήνωνας στρατηγό τον Ίλλο, να πάη και να χτυπήσει το Λεόντιο.

Τότε ήτονε καπετάνιος Σάλονα και Λοιδορίκη ο Καπετάν Κούρμας και με πεντακόσιους αρματολούς επήρε Σάλονα, Λοιδορίκη και Έπαχτο, και περίττο από δυο χιλιάδες Τούρκων έσφαξαν. Ύστερα σε λίγο μας ήρθε η λοιμική και πολύς κόσμος εχάθη. Τότε και η μάνα μας η μακαρίτισσα, ο Θεός να την σχωράη, πέθανε, και η αδερφή μου Μάρω χρονών είκοσι οκτώ.

Κι όταν το βαπόρι μας έβγαλε τέλος στη στεριά, αφού σταθήκαμε μόνοι στην αποβάθρα και βλέπαμε το πλοίο που έφευγε, πιαστήκαμε έπειτα μέση με μέση και πήραμε αργά το δρόμο, που πήγαινε φιδωτός ανάμεσα σε λεφτοκαριές και ψηλές ροζιάρικες βελανιδιές. Στα κλαδιά τους μόλις φαινόταν ένα πράσινο ανοιξιάτικο χνούδι και τότε είδαμε πόσο λίγο είταν προχωρημένη γύρω μας η βλάστηση.

Ο άλλος φαινότανε σαν πιο ήσυχος: χλωμός με μαύρα μάτια και κάτι φρύδια ψιλογραμμένα και καμαρωτά, με λίγο μαύρο μουστακάκι σα σκιά και τα χείλια πεταχτά και γυρισμένα καταπάνω, συμπαθητικός πολύ. . μα σούτον κι αυτός ένα σιγανό ποτάμι ! Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν απ’ της Λιόλιας το πρόσωπο, απ’ το ζουμερό κορμί της, απ’ τα καμώματα της όλα. . . . . Κ’ εκείνη ήτον ίδια παπαρούνα μ' ανοιγμέν’ ανθόφυλλα,, απ' τα γέλοια κι απ'τη διασκέδαση, ίδια παπαρούνα φλογόφεγγη που δεν ηξέρει τι κόκκινες λαχτάρες ανάβει γύρω της στα χόρτα του κάμπου -στα ψιλόχορτα του κάμπου τι ανατριχίλες σκορπίζει πύρινες. . Βράδιασε πια κι άρχισε να πέφτη ο κόσμος. . . Τα δέντρα του δρόμου, που μόλις έκαναν πως πετούσαν καινούργια φυλλαράκια, ήτονε σαν αλευρωμένα, με τις κορδέλλες απ' τα σερπαντέν μπλεγμένες στα κλαδιά τους λες κ' είχαν τώρα δα σηκωθή απ’ τον ύπνο με τα μαλλιά τους στα χαρτιά για κατσαρά.

Αυτό το σκοτεινό, αλλόκοτο, κι' αηδιαστικό ποίημα περιφρονήθηκε στη γέννησή του· το θεωρώ σήμερα, όπως το θεωρήσανε στην πατρίδα του οι σύγχρονοί του. Το κάτου-κάτου λέγω ό,τι σκέπτομαι και πολύ λίγο με μέλει, τι σκέπτονται οι άλλοι για μένα. Ο Αγαθούλης ήτανε λυπημένος απ' αυτά τα λόγια· σεβότανε τον Όμηρο, αγαπούσε λίγο το Μίλτωνα.

Ακόμα, ακόμα λίγο, είπεν η Λιαλιώ. Ο ίσκιος που ρίχνουν εκείνα τα νησιά, δεν αφήνει να φανή καλά πέρα-πέρα... Μόνο τη Δέρφη βλέπω. — Η Δέρφη είνε μέσα, είπεν ο νέος δεικνύων την Εύβοιαν, προς μεσημβρίαν. — Ημείς Δέρφη το νοματίζουμε το ψηλό βουνά της πατρίδος μου, αντείπε το Λιαλιώ, δεικνύουσα προς ανατολάς. Και πάλιν επανέλαβε το άσμα της, παραλλάσσον κατά μίαν λέξιν·

Ήρθεν η Κυριακή· άρχισε το Χριστός βοσκρέσια. Χριστός ανέστη κ' εμείς. Ο καπετάνιος έψησε το αρνί, μας εμοίρασε από έν' αυγό, μας έδωκε λίγο κρασί. Ήταν ημέρα ομιχλωμένη και ζεστή από εκείνες που βλέπουν συχνά τ' άγρια λιμάνια. Δεξιά οι τελευταίες ποδιές του Καυκάσου, ένα βουνό που χύνει στους θυμούς του φοβερόν ανεμοστρόβιλο, τόρα επλάγιαζε ήμερο, σαν λέοντας προστατευτικά κυτάζοντας τα πέλαγα.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν