Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;
Όμως αχ! αυτές η εντυπώσεις πέρασαν, καθώς φεύγει λίγο λίγο από την ψυχή του πιστού το αίσθημα της χάριτος του Θεού του, που χορηγήθηκε εις όλο το ουράνιο στερέωμά του στα θεία ορατά σημεία »Όλ' αυτά είναι τα φθαρτά, αλλ' ούτε αυτή η αιωνιότης θα αφήση τη φλογερή ζωή, που απήλαυσα χθες στα χείλη σου, που την αισθάνομαι μέσα μου! Με αγαπά!
Κι' όταν σε λίγο φτάσανε στο μέρος που τους είπε, βάλανε χάμου το νεκρό και σώριασαν τα ξύλα 139 ως πόδια ολόγυρα εκατό, και με καρδιά κλαμένη 164 απάνου απάνου απίθωσαν το λείψανο στη στοίβα. 165 Γδέρνουνε τότες στο σωρό μπροστά και συγυρίζουν πλήθος αρνιά πυκνόμαλα και τραχηλάτα βόδια, κι' απ' όλα πήρε ο γλήγορος γιος του Πηλέα πάχος και σκέπασε όλο το νεκρό από κεφάλι ως πόδια, κι' έπειτα γύρω σώριασε τα σκοτωμένα ζώα.
Σε λίγο άρχισε να διορθώνη τα λουλούδια με τα παχουλά, νευρικά της δάκτυλα. Δυο κλώνοι με μενεξέδες της πέσανε κάτω στο πάτωμα. Ο μελαχροινός κύριος έσκυψε να τους σηκώση. Τους πήρε και τους πρόσφερε στη γυναικούλα μ' ένα κίνημα ευγενικό. Εκείνη τον κύτταξε γλυκά και του είπε: — Δεν πειράζει, κύριε. Κρατήστε τα, αν σας κάνουν ευχαρίστηση.
Πρέπει κανείς, για τέτοια δουλειά, να διαβάση το βιβλίο που θα τυπώση σε λίγο ο σοφός μου φίλος και δάσκαλος Α. Darmester . Εκεί θα βρη τον καλήτερο οδηγό και δεν είναι ανάγκη να σας πω όσα θα σας πουν άλλοι με πολύ πιώτερη γνώση. Από τη γλώσσα κι από τις λέξες βλέπει κανείς αν ένας λαός έχει φαντασία και ποίηση ή όχι. Ο λαός δεν αγαπά να λέη ξερά τα πράματα κ' η γλώσσα του είναι γεμάτη εικόνες.
Ο δε Στεφανάκης πάλιν διά να λησμονηθή η τόση απονιά του προσεπάθει να πείση την κυρά-Μιλάχρω λέγων ότι το είχε σε 'ντροπή του να μη πάρη και αυτός λίγο μέτρημα, αφού όλοι παίρνουν· έπειτα μήπως, κυρά Μητέρα, της έλεγε, μαζύ δεν θα τα φάμε τα φλωριά; Μετ' ολίγας λοιπόν ημέρας, μετά τα Φώτα, αφού ηγιάσθησαν και τα νερά, εγένετο ο γάμος του Χρυσού και του Στεφανάκη.
— Κάλμα, πανάθεμάτην! είπε σε λίγο δυνατώτερα. Έξαφνα γυρίζοντας στο Φλάουτο: — Να, γρουσούζη! είπε φασκελώνοντάς τον. Το Μπουζούκι και το Βιολί τινάχτηκαν φουρκισμένοι, παίρνοντας το μέρος του παιδιού. — Γέρο, μέτρα τα λόγια σου! είπαν κ' οι δυο με ένα στόμα, ζυγώνοντας άγρια το γέρο. — Γέρο — ξεκουτιάρη! πρόσθεσε παίρνοντας θάρρος το Φλάουτο. Ο γέρος έδωκε τόπο της οργής.
Μπορεί να πη κανείς που λίγο άλλαξε. Θα συφωνήσετε όμως μαζί μου που τέτοιες διαφορές μόλις φαίνουνται, και που πρέπει κανείς, για να τις διή, να προσέξη στην προφορά, γιατί στο χαρτί δεν τις βλέπει, και — πολύ πιο έφκολα θα διή τι διαφορά υπάρχει μεταξύ του Brentas και του chanter. Αμέσως την παίρνει το μάτι.
Την έσκαψε, φύτεψε δεντρικά, έσπειρε όσπρια και κάθε άλλο χρειαζούμενο του σπιτιού. Το νεράκι της βρύσης τού χρησίμευε για πότισμα. Κ' η αυλή του σε λίγο έγινε αγνώριστη· πρασίνισε όλη απ' άκρη σ' άκρη. Άρχισε και να σοδιάζη με τον καιρό.
Την κοίταζε λίγο κουρασμένος και νυσταγμένος, κι εκείνη, μαύρη φιγούρα με φόντο το λαμπερό ακόμη παράθυρο, με τα πυκνά μαλλιά και τα μικρά χέρια ακουμπισμένα στο φτωχικό τραπέζι, πρέπει να του θύμιζε τις νοσταλγικές διηγήσεις της μητέρας του, επειδή άρχισε να ρωτάει για πρόσωπα του χωριού που είχαν πεθάνει ή που δεν ενδιέφεραν καθόλου την Νοέμι. «Ο θείος Πιέτρο; Πώς είναι αυτός ο θείος Πιέτρο; Είναι ο πλουσιότερος, ε; Πόσα μπορεί να έχει;» «Είναι πλούσιος, βέβαια, αλλά είναι ένας στριμμένος!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν