Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Η μάννα ξανατύλιξε το παιδί της, άφησε όξω τ' αχνό κεφαλάκι του με τ' ανοιχτά τα κίτρινα και σβυσμένα μάτια του. Οι ταχτικοί του φαρμακείου τόρα ξανάπιασαν την κουβέντα τους για τα πολιτικά του τόπου τους με περισσότερη ζωηρότη, τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια, κουτσοπίνοντας τη μαστίχα τους. Σε λίγο η μάννα σηκώθηκε αναστενάζοντας, έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά της.
Αχ, τα στήθια της νάλυωναν ήθελε κάτω απ’ αυτό το βάρος που λίγο της φαινότανε για την αγάπη της.
— Λοιπόν, τον ξαναρωτά, η Κυνεγόνδη;. . . . . — Απέθανε, απάντησεν ο άλλος. Ο Αγαθούλης στ' άκουσμα αυτής της λέξης λιποθύμησε. Ο φίλος του τον ξανάφερε στις αισθήσεις του με λίγο κακό ξίδι, που βρέθηκε κατά τύχη μέσα στο σταύλο. Ο Αγαθούλης ξανάνοιξε τα μάτια. Η Κυνεγόνδη απέθανε!
Όπου ο θετικισμός ήρθε, άρχισε να νοιώθεται και η άλλη όψη της γυναίκας• της γυναίκας που είναι―για τόνομα του Θεού!―άνθρωπος και σε τίποτε κατώτερη κι αλοιώτικη από τον άντρα, παρά σε κάποιες φυσιολογικές λειτουργίες και σε κάποια ανατομικά γνωρίσματα, που όσο κι αν είναι σπουδαία και σημαντικά, δεν είναι αρκετά να δικαιώσουν το τέτοιο ίσα με την ώρα μεταχείρισμά της, με όλη την πρόοδο του πολιτισμού και μ' όλη τη λίγο λίγο και μέρα με τη μέρα αναγνώριση του δίκιου της.
Διαλέξανε δυο από τους καλύτερους να πάνε γρήγορα να πληροφορηθούνε την αλήθεια. Οι δυο απεσταλμένοι εκτελέσανε την αποστολή τους σαν φρόνιμοι άνθρωποι και γυρίσανε σε λίγο φέρνοντας καλά νέα.
Ώσπου να κατέβη στην Ελενόπολη χεροτέρεψε η αρρώστια. Ακόμα λίγο, και κατάντησε αγιάτρευτη. Προβλέποντας τότες το τέλος του, πήγε στην Εκκλησιά και ξομολογήθηκε μεγαλόφωνα· κ' είχε κάμποσες αμαρτίες να τους πη. Θέλησε κατόπι να βαφτιστή.
Lloyd, να πώς σκιτσάρει τον Wilde: «Όταν με καθυστέρηση μιας ώρας πέρασε μέσα στο σαλόνι ο Wilde, μεγαλόσωμος και αρκετά παχύς τζέντλμαν με ξυρισμένο πρόσωπο, ξεχώριζε από τον δείνα ή δείνα κατασκευαστή βιβλίων της Antenil με τρόπους καλυτέρου γούστου, μια φωνή εξαιρετικά μουσική και το καθαρό γαλάζιο φως, το λίγο παιδικό, της ματιάς του.
Από πίσω και το βασιληά τονέ βρίζουν». Πεντάρα δεν έδινε. — Έτσι που λες, κύριε έφορα! είπε σε λίγο ο Μπάρμπα Νικόλας, γυρίζοντας κατά τον οικονομικόν έφορο, ένα νεόφερτον υπάλληλο, που καθότανε στο διπλανό τραπέζι. Τούτο εδώ, κύριε έφορα, τον ξέρουν τον τόπο μας και μου παίρνουν το δίκηο. Γνωριζόμαστε, βλέπεις, από πού βαστάει η σκούφια του καθενός· συντοπίτες όλοι.
ΑΓ. ΔΗΜ. Ήμουν κι' εγώ βλάστημος και διώκτης και υβριστής, κάτω από την κεντημένη τήβενο σωστός ληστής. Μα ελεήθηκα από τη μακροθυμία του Χριστού κι' έγινα υποτύπωσις κάθε πιστού, που θα τον βρη η χάρις και το έλεος και η ειρήνη. Μετά νοιώσε και συ, η ποίμνη σ' αναζητάει του βοσκού σαν πρόβατο χαμένο. Έχω εδώ λίγο νερό στη στάμνα φυλαγμένο, το βάφτισμα αμέσως να χαρίσω σου της σωτηρίας.
Το κομματάκι αυτό είναι λίγο παρακάτω στο άρθρο, αλλά μπορώ να σου το διαβάσω από τώρα: «Η λαϊκή κραυγή της εποχής μας είναι: «Ας ξαναγυρίσουμε στη Ζωή και στη Φύση. Αυτές θα μας ξαναπλάσουν την Τέχνη και θα χύσουν στις φλέβες της το κόκκινο αίμα· στα πόδια της θα δώσουν γρηγοράδα και στα χέρια της δύναμη». Όμως αλλοίμονο! απατώμεθα στις αξιέραστες και καλόβολες προσπάθειές μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν