United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχει πονοκέφαλο.» «Α, πρέπει να την πείσουμε να βγαίνει, να πάρει λίγο αέρα.» «Αυτό σκέφτομαι κι εγώ, αλλά πού να πάει;» Ο ντον Πρέντου κοίταζε κάτω, προς το ποτάμι. Το πρόσωπό του φαινόταν διαφορετικό, έμοιαζε σχεδόν όμορφο, θλιμμένο και αφηρημένο, όπως εκείνο του ανεψιού του. «Μπορεί να πάει, λέω, κάπου∙ στο Μπάντε Σάλικε, στο κτήμα μου κοντά στη θάλασσα. Υπάρχουν εκεί ακόμη άσπρα σταφύλια…

Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μούλεγε, — Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζης. Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρθηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους. Ο Παπα Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κ' έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβήκαμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών, σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος.

Και από ‘να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. 490 Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, 495 Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη! Και με όρεξι την τρώει·

Άντρας και γυναίκα πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι' οι τρεις αγκαλιασμένοι, και σε λίγο, κάθησαν κι' οι τρεις στο τραπέζι και γιώρτασαν μαζύ τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγενα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά. Μια φορά κι' έναν καιρό είταν ένας πατέρας, πούχε ένα μοναχοπαίδι και τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο.

Είμαι και γω δίχως ελπίδα· μα κοίταξε το βουνό, όχι όταν αστραποβολά και μουγγρίζει, διές το σαν πέρασαν αιώνες κ' ησύχασε πια. Έσβησε το καμίνι· λίγο λίγο στρώθηκε και πάγωσε το χώμα· η τρύπα η αναμμένη που βροντούσε, έκαμε πάτο βαθιά κάτω στη γις και δε σαλέβει. Σώπασαν όλα. Από τα σύννεφα απάνω πέφτουν πέφτουν οι βροχές κάθε μέρα. Ανεβαίνουν τα νερά και ξαπλώνουνται σιγά σιγά σα γαλήνη.

Ποτέ, μέχρι της νυκτός αυτής, δεν είχα εις καλυτέραν κατάστασιν όλας τας πνευματικάς δυνάμεις μου, όλην μου την φρόνησιν. Μόλις ήτο δυνατόν να συγκρατήσω τα αισθήματά μου από ικανοποίησιν. Σκεφθήτε ότι ήμουν εκεί, ότι ήνοιγα την πόρταν λίγο- λίγο και ότι ο γέρων δεν ήτο δυνατόν να διανοηθή τας πράξεις ούτε τας σκέψεις τας οποίας έκρυπτα.

Φταίει κι' ο πατέρας της, ξαναείπε σε λίγο. Του κοριτσιού του ήρθε φρένα. Σημαδιακά λόγια τους έλεγε. «Εγώ θα πάω να τονέ βρω, δεν μπορώ να κάνω μοναχή μου. Θα πάω να τονέ βρω». Έλεγε και καλά πως ο Γιαννιός πνίγηκε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως παντρεύτηκε.

Κεραμίδια πέφτανε από δω, ξύλα από κει, τζάμια σπάγανε, πόρτες ανοιγόκλειναν. Από τα παράθυρα, από τις μάντρες, από τα κατώγια πηδούσαν οι εργάτες, και γινόταν ένα κακό απερίγραφτο. . . Εκείνη την ώρα τάχασα, και δεν ξέρω πώς, μια ζάλη έπιασε όλο μου το κεφάλι και σωριάστηκα χάμου. Σε λίγο κάτι άγριες φωνές που ακουγόντανε από το μέρος της ατμομηχανής, μ' έκαμαν να σηκωθώ τρομαγμένος.

Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.

Του Νίκου, πούτονε γυρισμένος κατά τον τοίχο, μόλις φαινότανε λίγο το κατσαρό μαλλί που τόχε τούφφα πάνω απ’ το μέτωπο. Μα της Βεργινίας το πρόσωπο ήτον όλο απόξω, σα να φοβότανε μην πνιγή, κι άσπριζε σα μια χούφτα αφρός απάνω σ'ένα κύμα απλωτό- αφρός που δεν ήθελε να λυώση.