Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγο — λίγο σχεδόν το εκατόρθωσα.
Αυτή η γυναίκα δεν πρέπει να φανερωθή εδώ. Άκουσες; Για κανένα λόγο. Καθώς προχωρεί προς το Φλέρη ανασηκόνει νευρικά το βέλο της. Η ωμορφιά της φανερώνεται λίγο μαραμένη μα γοητευτική. Ο Τάσσος στέκεται όρθιος, σαν απολιθωμένος και σα να θέλη να κρύψη κάποια δυσαρέσκεια. Εκείνη, βλέποντας τη ψυχρότητά του σταματάει σε κάποια απόσταση. Δεν περίμενες να με δης εδώ, Τάσσο. Το ξέρω.
Μίαν πρωίαν ελθούσα παρά την θύραν της καλύβης, όπου κατώκει η απαίσιος γραία, υπό την φυλλορροούσαν κληματαριάν, της είπεν ότι η νύμφη της είχε περάσει πολύ άσχημα την νύκτα, ότι δις ήλθεν εις κίνδυνον, ότι «ακόμα λίγο και θελά σώσει», ότι εξύπνησαν τα μεσάνυκτα τον εφημέριον διά να την μεταλάβη, και ότι μόλις τώρα τα χαράγματα ησύχασεν ολίγον και απεκοιμήθη.
Από να δέχομαι χαλαζόβραχο τις βρισές του συγγενή μου καλήτερα ενός ξένου. Ο ξένος περισσότερο θα σεβασθή τ' όνομά μου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω με το καλό. — Με το καλό; άσε και να ιδής· λέγει ο καπετάν Καλιγέρης όταν εμάντεψε τη σκέψι μου. Πάω μιαν ημέρα να του ζητήσω λίγο λάδι για το φαγί. — Δεν έχει, μου λέγει· το τρώει εκείνος που κάθεται στο τιμόνι. Πάω δεύτερη· το ίδιο.
— Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες; — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ... Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.
Έλα εδώ εσύ μικρή!-είπε, γεμίζοντας τη σύριγγα μ’ αιθέρα-άνοιξε το ποκάμισο της Κεράς σου και σκούπισε λίγο το μέρος εκεί κοντά στην καρδιά μ' ένα μαντηλάκι. Στάσου να σου στάξω καλύτερα λίγο αιθέρα. . έτσι !. . . -Αχ, κυρ Γιατρέ: Τι!
Τήραγε τα φύλλα που σάλευαν και που σαλεύοντας άφιναν κάθε λίγο και ξεγλιστρούσαν απ' ανάμεσά τους αχτίδες που αστράφτανε στα μισοκλεισμένα της μάτια σαν πρώτου νερού διαμάντια.
Προσπαθούσαν όλοι να κάνουν το μόρτη, τον ξεδομένο στον κόσμο, και κανόνιζαν ανάλογα την ομιλία τους, και τις κίνησές τους. — Έχω νταλκά, λέγανε ταχτικά. — Είναι στο νταλκαδάκι του πάλι. — Του ξηγήθηκα λίγο αρμυρά σήμερα. — Όταν έμπαινες συ στη μαγκιά, εγώ έβγαινα απ' το κουρμπέτι., . Όσοι ναύτες ερχόντανε να σιάξουνε τα μαλλιά ή να ξουριστούνε τραβούσανε το διάβολό τους.
Κι αφού τους ηύρε να μετράνε το κριθάρι, που τώχανε λιχνίσει προλίγο, και νάναι λυπημένοι επειδή λίγο έλειψε να είναι λιγώτερο από όσο είχανε σπείρει, για κείνα τους επαρηγόρησε, λέγοντας ότι τα ίδια είχανε γίνει παντού, κ' ύστερα τους εζητούσε το Δάφνη για τη Χλόη.
Σταθήτε· μη μπήτε ακόμα εσείς· ελάτε λίγο κατόπι. Δε θα τα βαστάξη τόσα πρόσωπα δακρισμένα. Είναι παρηγοριές που βασανίζουν κι από τη λύπη γερότερα. Χαγιάτι της Δέσπως. Η Δέσπω μαυροφορεμένη κάθεται και μυρολογάει. Η Γαρουφαλιά στέκεται πλάγι της. ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ Δέσπω. Αχ και πάλι αχ! Άλλο από το αχ να πω πια δεν έχω. Σώθηκαν τα λόγια, κι ο πόνος πληθαίνει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν