Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Τον φώναξε όμως μια γνώριμη φωνή: ήταν η νεανική φωνή, λίγο λαχανιασμένη όμως, ενός αγοριού που κατοικούσε πλάι στο σπίτι των Πιντόρ. «Μπαρμπα- Εφισέ, μπαρμπα- Εφισέ!» «Τι τρέχει, Τζουαναντό; Είναι καλά οι κυράδες μου;» «Ναι, είναι καλά, μου φαίνεται. Με στέλνουν μόνο για να σας πω να γυρίσετε αύριο νωρίς στο χωριό, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν.

Άλλος να τρώη κόταις και καπόνια, και νάχη κάθε 'λίγο και γαλόνια, Και άλλος μες 'στη νύκτα να παγώνη, χωρίς να πιή κρασί μισό &γαλόνι!& Ας ήμουν δυνατός σαν τον Σαψώνα, ν' αγκάλιαζα εκείνη την κολώνα! Να γκρεμισθούν κορώναις και παλάτια, κι' ευθύς ας εγινόμουνα κομμάτια. Χορεύετε και πίνετε και τρώτε, κομψοί μου γαλονάδες και ιππόται.

Ενόμιζε κανείς ότι όλος ο κόσμος την στιγμήν εκείνην θα χαλούσε. Ύστερα δε από λίγο μία θαυμαστή καλοκαιρία απλώθηκε, που έμεινεν ως τώρα.

Η μετριότης σε ισοζυγία με τη μετριότητα και η αναρμοδιότης χειροκροτούσα τον αδερφό της, αυτό είναι το θέαμα που μας χαρίζει κάπου-κάπου η καλλιτεχνική δράσις στην Αγγλία. Ωστόσο μου φαίνεται πως έχω λίγο άδικο σ' αυτό το ζήτημα.

Αλλά η Βραγγίνα τα κατάλαβε, τους ειδοποίησε, και μάταια ο Βασιληάς προσπάθησε να πιάση την Ιζόλδη με πονηρίες. Έπειτα από λίγο αγανάκτησε μ' αυτήν τη χυδαία ιστορία, και καταλαβαίνοντας ότι δε θα μπορούσε πεια να διώξη της υποψίες του, εκάλεσε τον Τριστάνο και του είπε: — Τριστάνε, φύγε από το ανάκτορο. Κι' όταν θα το αφήσης, μη σούλθη πεια η τόλμη να περάσης την τάφρο του και της γέφυρές του.

Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξανέτσι θα το ειπώ, — από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.

Βαρέθηκα αυτές τις αρρώστιες κάθε λίγο, δίχως κανένα λόγο. ΔΩΡΑΦταίω εγώ μπαμπά, αν είμαι άρρωστη; Αισθάνομαι τόσο άσχημα. Και με μαλλώνετε. ΦΛΕΡΗΣΕίπα πως εννοώ να παύσουν αυτά τα κλάματα. Με συγκινούνε όσο και οι βρύσες που τρέχουν στο δρόμο. ΜΙΣΤΡΑΣΤάσσο μα την αλήθεια του Θεού, είσαι πολύ κακός σήμερα. Παραιτούμαι από γιατρός σου. ΔΩΡΑΜα τι φταίω εγώ, μπαμπά; Μήπως το θέλω;

Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με ξαναβλέπεις. Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε κατάματα, εκούνησε το κεφάλι. — Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου. Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις.

Της φαινόταν σαν να τα έχει λίγο χάσει, η δύστυχη, κι έτσι έπαψε να την βασανίζει. Πήρε ένα άλλο μπισκότο και πήγε να το προσφέρει στη θεια- Ποτόι, στη γωνιά της. Μια φωτεινή γραμμή έπεφτε από τη σκεπή του μικρού, ισόγειου δωματίου, φωτίζοντας το κρεβάτι όπου κειτόταν η γριά ντυμένη και με το κολιέ και τα σκουλαρίκια της, άκαμπτη σαν ξύλο, όμοια με λείψανο έτοιμο για θάψιμο.

Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σα κορίτσι. — Καληνύχτα! είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά. Ήθελε να του πη κατευόδιο, καλή αντάμωσι, χίλια λόγια ήθελε να του πη. — Καληνύχτα! ξαναείπε. Στάθηκε και τον κύτταξε ως που έστρηψε το σοκάκι. Τα βαρειά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν