Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Τεντόνει το παράθυρο. Βλέπει πασπρογαλιάζει Το χάραμματον ουρανό, και τάστρα λίγο λίγο Να κρύβωνται, να φεύγουνε, καθώς κατακαθίζουν Βαθειάτα φυλλοκάρδια του και σβυόνται της ψυχής του Τα κούφια ταστραπόβροντα... Ξανοίγει το ρουπάκι... Χτυπά τα χέρια τρεις φοραίς: «Οσμάν!..Οσμάν!..το Διάκο

Πριν φτάσουμε στην εκκλησιά, μέσ' το ρέμμα, ηύραμ' ένα τσέλιγκα, μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Καθίσαμ' εκεί κοντά, να ξαποστάσουμε και να συγυρισθούμε, πριν πάμε στην εκκλησιά. Η γυναίκα του τσέλιγκα μας είδε που καθίσαμε, κ' ήρθε κοντά μας. Ο Λευθέρης, που από 'βδομάδες μπροστά ήτον κομμένη η όρεξί του και δεν έτρωγε τίτοτε, σαν εκαθίσαμε, μου λέει·Πείνασα, καϋμένη γυναίκα. Κόψε μου λίγο ψωμί.

Είπε, κι' αποθυμιά γλυκιά μες στην ψυχή της χύνει τον πρώτο για τον άντρα της, τη Σπάρτη, τους γονιούς της. 140 Και ρήχνει απάνου βιαστικά την κάτασπρή της μπόλια, κι' απ' το γιατάκι ξεκινάει στα δάκρια βουτημένη, όχι μονάχη, πάγαιναν μαζί διο παρακόρες, η Αίθρα η κόρη του Πιθιά, κι' η καστανιά Κλυμένη. Κι' απέ σε λίγο σώσανε κοντά στο Ζερβοπόρτι. 145

Περίεργο ως τόσο ζωύφιο ένας γρύλλος εκεί! Μια στιγμή στο πλαγινό μου κελί, απ' τ' άλλο μέρος απ' το κελί του ηγούμενου, αγροίκησα κάποιο θόρυβο σιγαλής κουβέντας κι ανάλαφρα πατήματα. Μια μικρή ξύλινη πόρτα αντάμονε το κελί μου με τ' άλλο που άκουα το θόρυβο. Χωρίς να θέλω την σίμωσα και κοίταξα από μια χαραμάδα. Στην αρχή δεν καλόβλεπα τίποτε, μόλις χάραζε λίγο φως. Κοίταξα ακόμα.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ένα βήμα, σας παρακαλώ. ΔΟΡΙΜΕΝΗ Τι; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Οπισθοχωρήσατε λίγο για την τρίτη. ΔΟΡΑΝΤ Ο κύριος Ζουρνταίν, κυρία μου, γνωρίζει τους τρόπους του φέρεσθαι.

Επανάλαβε το τραγούδι τέσσερις πέντε φορές, και νόμισε πως το κεφάλι του άδειασε λίγο πολύ λίγο, όμως, γιατί οι είκοσι χιλιάδες του μάγειρα και τα σαρανταπέντε του χρόνια τον σφίγκανε και τον πιέζανε τόσο ακόμα. Πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης οι κληρωτοί πλαίνανε τα ρούχα τους, και πίσω από τις βουνοκορυφές βασίλευεν ο ήλιος και χρύσωνε τα βουνά.

Μα δεν εννοούσε να στρώση ποτέ τον πισινό του. Άφινε στη μέση πετσιά και σύνεργα, ανασήκωνε την ποδιά και δος του στον καφενέ. Να βάλη παντού το λόγο του· να διορθώνη την κοινωνία. Σα δεν πήγαινε στο καφενείο, κάθε λίγο και στο σπίτι του. Να ιδή τι γίνεται Φαίνεται πως ζήλευε λιγάκι και τη γυναίκα του. Πάντα η ίδια η ιστορία.

ΛΕΟΝΤ. Όταν συνεπλάκημεν, ο βάρβαρος με επλήγωσε πρώτος ελαφρά• μόλις με άγγισε το κοντάρι του λίγο παραπάνω από το γόνατον• εγώ δε αφού με τη λόγχη διεπέρασα την ασπίδα του, τον εκτύπησα εις το στήθος και η λόγχη τον επέρασε πέρα και πέρα. Έπειτα ώρμησα και του έκοψα την κεφαλήν με την σπάθην, επήρα τα όπλα του και επέστρεψα εις το στρατόπεδον.

Δυο μεγάλα μάτια πέταγαν λάμψες μυστικές και βαθειές σαν ποθοπλάνταχτα χάδια. Και δυο χείλη κόκκινα και λίγο φουσκωτά ανάδευαν διψασμένα για άγνωστή τους απόλαψη. Όπως στεκόταν εκεί στον πράσινο πλοκό το κεφάλι της κόρης, έλεγες πως ήταν κανίσκι μάγισσας, βαλμένο για να ξελογιάση το νιο. — Ελπίδα, πού βρέθηκες εδώ ; την ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή.

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ' εκεί 'ςτο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν