Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Ίσως και νάλπιζε ακόμα πως Θα τη συντύχαινε καμμιά φορά πουθενά τη Λιόλια. Δε χρειαζότανε δα και μεγάλη φιλοσοφία! αυτό φάνηκε ξαρχής! είπε, γελώντας περιπαιχτικά. Ο Νίκος ξεροκατάπινε: απ' τους άλλους τα δεχόταν τα λόγια για τη Λιόλια, απ’ το Μίμη τούτανε φαρμάκι.

Να μην το κουνήση πια κανείς από 'δώ μέσα ! σωστό νοσοκομείο το κάμαμε ! Μηδά τόθελα εγώ που άργησα; Να, μ' έμπλεξαν κάτι φίλοι, δε μ' αφήσανε να φύγω : με κοροΐδεύανε για την παντρειά μου και με το δίκιο τους που τα μπλάστρωσα και γίνηκα νταντός και νοσοκόμος!. . . Μόλις άκουσε τη μιλιά του η Βεργινία, στέγνωσαν τα δάκρυα της και με μια φωνή σαν πνοή που προσπαθούσε να βάλη και λίγο γέλοιο μέσα στο παράπονό της, του είπε: Φοβήθηκα μήπως δεν ξανάρθης!-και πάλι τα μάτια της αρχίσανε να τρέχουν. . . Μα ο Νίκος δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα, μόνο έλεγε παρακάτω: Έπειτα ήξερα που είχες την Ευρυδίκη κοντά σου: μούπε πως θα κάτση να σου κάνη συντροφιά ίσαμε που να γυρίσουμε. . Ως που να το καταλάβωμε, πέρασε η ώρα.-Το περισσότερα έμεινα για χάρη τον κοριτσιού, που τόχομε τώρα ένα μήνα μανταλωμένο εδώ μέσα και δεν είδε μέρα Θεού: ήθελε νάκανε ένα γύρο το κορίτσι και το λυπήθηκα. Θέλεις να σου δώσω τίποτα να πιής;-την αρώτησε βλέποντας την που ξεροκατάπινε.

Μα το στόμα της έκανε μια καμπύλη σαν κλάμα και δεν καταλάβαινες πως γέλαγε παρ’ απ’ τη γλύκα που φώλιαζε σε κάτι λακκάκια και μέσα στις γωνιές των χειλιών της κι απ’ τα μαργαριτάρια που φέγγριζαν ανάμεσα στων χειλιών της τα υγρά κι ανοιγμένα ανθόφυλλα. . . Κι ο Νίκος έσκυβε απάνω στα μαλλιά της: το πρόσωπο του ήτονε χλωμό σα να φωτιζόταν από μέσα και στη χλωμάδα αυτήν τα μάτια του ξεχώριζαν ακόμα πιο σκούρα μες τα ματόκλαδα, σα βαθύ νερό σκιασμένο από κλαριά... . . Κάθε φορά που την άρπαζε τη Λιόλια σαν απ’ τον εαυτό της χαμένη στην αγκαλιά του, έσφιγγε τα χείλια του για να μην πετάξη η άχνα της ψυχής του, ξεροκατάπινε με το καρύδι πηγαινοερχάμενο από κάτι αλάλητο που τούκανε το σάλιο κόμπο και τούκλεινε το λαιμό, έρριχνε πίσω το κεφάλι, σάμπως να του ταρπάζη ο πόθος αποπίσω, στα δυο του τα χέρια, και να του το γύριζε τανάστροφα φιλιώντας του το στόμα. . . « Παντεσπάνι ! Παντεσπάνι ! » -φωνάζανε μερικοί πούχανε βαρεθή πια να περιμένουν την πόλκα να τελειώση για να βρουν κι αυτοί ντάμα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν