Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Έγινε με μας όπως με τα παιδιά του παραμυθιού, που πλανηθήκανε καιρό στη μαγική χώρα κι άμα γυρίσανε στον τόπο τους, βρήκανε πως ο καιρός βιάστηκε και γέρασε και κούρασε τους ανθρώπους γύρω τους. Άφωνοι κι ονειρεμένοι καθήσαμε στην ακρογιαλιά και κοιτάζαμε το φιόρδ. Εκεί μένανε όλα όπως είταν και κει που καθόμαστε λησμονήσαμε το καινούριο σπίτι και την καταστροφή που έγινε πίσω μας.
Ζύγωσαν κ' οι άλλοι στρατιώτες, το σκουντούσαν με τις άκρες των τσαρουχιών τους κι έλεγαν ξαφνισμένοι: — Ορέ, τ' άτιμο, μήτε γκιχ! δεν έκαμε!... Κανένας δεν έβγαινε όξω απ' τα σπίτια. Ο δεκανέας γύρισε κ' είπε: — Σούρα, μπρε, ένας σας!. Τι θανατικό έπεσε σ' αυτό το διαλοχώρι!... Σούριξε ένας στρατιώτης κι ο κυρ πάρεδρος που καθόμαστε μαζί κ' οι δυο μέσα στο σπίτι του βγήκε έξω.
Κι όταν σε τέτοιες στιγμές καθόμαστε μόνοι μας οι τρεις, συλλογιζόμαστε όλοι εκείνο που γινότανε πίσω από την κλεισμένη πόρτα, όπου η γυναίκα μου πάλευε να φτάση όλο και σιμότερα στα σύνορα, που τελειώνει η ζωή. — Ξέρετε από τι υποφέρει η μαμά; είπα μια μέρα. Ο Ούλοφ κοίταξε αλλού, χωρίς να μιλήση, ο Σβάντε όμως απάντησε: — Ναι. Δε χρειαζότανε κιόλας να ρωτήσω.
Κι' αν δεν βρης το δίκηο σου από τους ανθρώπους, ο Θεός δε θα σαφήση να χαθής... Του είπα κι' άλλα. Όσες παρηγοριές μπόρεσα του τις είπα: — Σα μετανοήση ο άνθρωπος όλα διορθώνονται. Κούνησε το κεφάλι του. — Δε μετάνοιωσα, συμπέθερε, μου είπε. Αυτό είνε. Δε μετάνοιωσα. Δε θα μ' έβλεπες έτσι σα μετάνοιωνα. Η μετάνοια είνε μεγάλη πίκρα. Μεγάλος καϋμός. Καθόμαστε και κυττάζαμε ο ένας τον άλλον.
Το χειμώνα δύσκολη η βουνήσια ζωή, χιόνι πάρα πολύ, το κρύο είνε ανυπόφορο, ο δρόμος άσωτος, όπου και κακοτοπιά αποκλειέται, μαρτυράει ο κοσμάκης. Ένας καλόγερος κοντόχοντρος, κατακόκκινος, με κατάμαυρα γένεια, με χοντρά πλεχτά ράσα και μυτερό σκούφο, μ' ένα σωρό κλειδιά στο ζωνάρι του, μας ζύγωσε: — Ευλογείτε, πάτερ, τι καθόμαστε, δεν είν' ώρα για το τραπέζι; Είμαι ντιπ ρέμμα!
Σπασμωδικά έπιασε ο ένας το χέρι του αλλουνού και τα δάκρυά μας τρέξανε όχι από πόνο, μα από χαρά που ξανακούσαμε τη φωνή της. Από τη στιγμή αυτή ήξερε πως καθόμαστε κει. Από τη στιγμή αυτή κάθε μορφασμός, κάθε κίνηση είταν κ' ένας αποχαιρετισμός. Όταν άκουγε τη φωνή μας, άνοιγε τα βλέφαρα σαν το Σβεν μια φορά, και μπορέσαμε κ' είδαμε πως μας γνώριζε κ' αιστανότανε τα χάδια μας.
Την εποχή αυτή ήρθε ένα κρυολόγημα και ξαναέρριξε τη γυναίκα μου στο κρεβάτι. Έμεινε αρκετές βδομάδες στο κρεβάτι και τις βδομάδες αυτές τις περάσαμε με φόβους. Πάλι κυρίεψε η σιγή το σπίτι. Πάλι τα παιδιά και γω καθόμαστε αμίλητοι στο τραπέζι, όπου έμενε άδεια η θέση της. Πάλι σωπάσανε οι φωνές σ' όλο το σπίτι και πάλι ήρθε η αρρώστεια και μας έκοψε τις ελπίδες.
Πηγαίναμε στην καμαρά μας και καθόμαστε κει χωρίς να μιλούμε λέξη και νοιώθαμε τη σιωπή να υψώνεται ανάμεσά μας, σαν ένας τοίχος, που δεν τον έχτισε κανείς, μα και κανείς δεν μπορούσε να τον γκρεμίση.
Είπε ακόμα μια φορά τόνομα του Σβεν, σα να ήθελε να πη πως τον βλέπει, πως πηγαίνει σ' αυτόν. Μα έπειτα σωριάστηκε. Και μεις καθόμαστε κει χωρίς πνοή, περιμένοντας αχόρταστα ένα σημάδι πως δε μας άφησε ακόμα, πως δε μας έφυγε ακόμα. Τότε άνοιξε το αριστερό της μάτι, σαν το Σβεν μια φορά, και το βλέμμα της γύρεψε το δικό μου. Έσκυψα απάνω της κ' είδα πως πολεμούσε να μιλήση.
— Τι; δε το πιστεύετε; Δίκιο έχετε, γι ακούτε δω όμως. Είνε περίπου από είκοσι χρόνια. Τη χρονιά που παρθήκαμε με τη γυναίκα μου. Γενάρης είταν σαν τόρα. Ένα φεγγαράκι για κλεψιά που λένε. Καθόμαστε απόξω απ' την καλύβα, την είχαμε πιο απάνω τότες, όσο πάει, βλέπεις, και τα νερά της λίμνης τραβιώνται. Είχαμ' αποφάη και καθόμαστε πλάι, πλάι. Καψονιόπαντροι μαθές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν