Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Έτσι καθόμαστε τώρα και μεις κ' ενώ δεν μπορούσαμε να νοιώσουμε τι σημασία είχε που η αναπνοή της έγινε αλαφρότερη και περιμέναμε το τέλος, παρατηρήσαμε πως τα μάτια της κάμανε νανοίξουνε κ' είδαμε πως γύρισε προς το μέρος, όπου είτανε κρεμασμένη στον τοίχο η εικόνα του Σβεν, και την ακούσαμε να πη: — Νέννε. Σιγαλά κι αδύνατα πρόφερε την μικρή λέξη, ωστόσο μίλησε.
Το εννόησα αυτό ένα βράδι, που καθόμαστε σε μια βεράντα και κοιτάζαμε τα νορβηγικά φιόρδ και τα βραχόβουνα. Η Έλσα τα κοίταζε όλα πολλή ώρα, έπειτα έκλεισε τα μάτια εμπρός στην αγαπημένη της εικόνα και μου είπε: — Γιώργο, γιατί με φέρνεις να δω όλα αυτά; Έπειτα άρχισε να κλαίη σιγά, μα προσπάθησε πάλι να κρατήση τα δάκρυα και γύρισε και με κοίταξε.
Ο ήλιος φλογερός· λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε χρυσά, φωτεινά, θαμπωτικά κύματα, φλόγες κατάχρυσες, ο ίδρωτας στεφάνονε τα μέτωπα των δουλευτών η ευτυχία χαμογελούσε στα σπιτάκια και στα καλύβια. Καθόμαστε με το νοικοκύρη του λινού από κάτω από μια θεόρατη βελανιδιά.
Χρωστούσε ο δυστυχισμένος τα μαλλοκέφαλά του, και δήλωσε πως δεν είχε πεντάρα. Ο δεκανέας τον έδεσε πιστάγκωνα, τον έβαλε στη μέση τ' ασκεριού του και τ' απόσπασμα ξεκίνησε, ενώ τα σκυλιά τους αλύχτιζαν για ύστερη φορά. Πέρασαν μπροστά απ' το σπίτι του κυρ πάρεδρου που καθόμαστε αυτός κι εγώ έξω στην πεζούλα του σπιτιού, και μας χαιρέτησαν. Όταν είδα τον χρεοφειλέτη στη μέση ανατρίχιασα.
Χωρίς ναλλάξουμε λέξη, γεμάτοι από την παράξενη διάθεση, που κυρίευε και τους δυο μας και που φαινότανε πως μεγαλώνει με κάθε νέα τοποθεσία που μας ανοιγότανε, καθόμαστε χεροπιασμένοι κι αφίναμε να μας πλημμυρίζουν οι ανάμνησες, ξέροντας καλά πως ο ένας γνώριζε ό,τι συλλογιζόταν ο άλλος.
Δε γνώριζα τότε πως θα είχα να παλέψω με τη γυναίκα μου έναν άλλο μεγαλήτερον αγώνα, έναν αγώνα, που ύστερ' από το τέλος του η μοίρα μου είτανε να μείνω μόνος κι ωστόσο όχι μόνος, με την ψυχή θλιμένη κι ωστόσο όχι χωρίς ελπίδα. Τώρα βλέπω πως καθόμαστε τότε απάνω στον ψηλότερο βράχο, εμπρός από το λευκό αναπαυτικό σπίτι μας.
Πόσο ασύμφωνη όμως με τα μαυρισμένα μας ρούχα, με τα μουτζουρωμένα πρόσωπα και χέρια, και με τα παλιόσχοινα και τις αλυσίδες οπού καθόμαστε για να την ακούμε. Βέβαια αυτοί που κάνανε και μίλησαν οι ήχοι με τόσην ευγένεια, με τόση γλύκα, με τόσην απαλότητα, έπρεπε να είναι καθαροί, να κάθονται σε κομψά δωμάτια, και ν' ακούνε τριγύρω τους ευγενικά λόγια.
Εδώ περπατούσαμε, εδώ καθόμαστε πλάι πλάι, κοιμόμαστε, τρώγαμε, αγρυπνούσαμε. Εδώ κατασταλάξανε σ' έναν εξαντλητικό πόνο όλα όσα ζήσαμε κι ονειρευτήκαμε μαζί. Εδώ βούλωσε η γυναίκα μου το μπουκαλάκι με το μόσκο όταν έσβησε πια η τελευταία ελπίδα.
Έτσι καθόμαστε κει μέσα όσο που έπαψε η αναπνοή,..ξαναήρθε...έγινε πιο κρατητή, δυνάμωσε...κ' έπαψε. Τότε ησυχάσανε όλα. Βασίλεψε η σιγή του θανάτου. Σκυμένοι και κλαίοντας ακολουθήσαμε το φτερούγισμα της ψυχής, που έφευγε. Του κρατούσαμε κ' οι δύο τα χέρια και μεμιάς ταφήσαμε να πέσουν παγωμένα απάνω στο σκέπασμα. Έπειτα βγήκε η γυναίκα μου από την κάμαρα και πήγε να ησυχάση.
Κι όντας αποτέλειωσε τη θλιβερή αυτή ιστορία, ο γέρος τσοπάνος, της πέτρας αυτής που καθόμαστε ξαπλωμένοι κ' οι δυο, μου φάνηκε πως ο αντίλαλος πέρα της ράχης έπαιρνε τα στερνά του λόγια και τάφερνε μακριά, πολύ μακριά προς τα ελληνικά σύνορά μας, διαλαλώντας τα βραχνά από μεγάλο πόθο κι εκδίκηση γεμάτα: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν