Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Στο γιαλό, στο γιαλό, κι ο Θεός μαζί μας! Έτσι, γεια σου, στα βαθιά τα νερά. Στάσου μια στιγμή. Το &Κωσταντινάτο& σου! Πού είναι το &Κωσταντινάτο& σου; Στα χέρια μου, στα χέρια μου βάλτο. Όχι, φίλησέ το πρώτα. Δος μου το τώρα και μένα να το φιλήσω. Η μάννα! Πού να είναι η μάννα! Αχ, την πρόφταξαν την ταλαίπωρη! Βλέπε βλέπε πίσωθέ της να βρη το γέρο, την έπιασαν τα σκυλιά!

Άλλα πάλι έπιασαν ταμπούρια ασύγκριτα τις μεγάλες τις αβλόπορτες, να μάχωνται όξω στ' ανοιχτά· να τρυπώνουν και στις αβλές μέσα, αν θα τους τσάκιζε ο εχτρός καμιά φορά· να του κλειούν και τα θυρόφυλλα μπροστά· να μην τους ξανοίγουν καθόλου μέσα τα βόλια.

Να βγη κανείς στο ταξίδι με το χαρτί στο χέρι, δεν κατώρθωσε τίποτις, κι όσοι έπιασαν τη δουλειά με τέτοιο σύστημα, χωρίς να σπουδάξουν πρώτα καμιά δεκαριά χρόνια το λίγο λίγο, έχασαν την ώρα τους. Χρειάζεται προτοιμασία και γύμναση ιδιαίτερη. Μια μέρα οι χωρικές γλώσσες θα γίνουν η βάση της γλωσσολογίας. Τι σημασία έχει τέτοια σπουδή, το ξέρετε.

Τη γρουσούζεψε κι' αυτή η μάννα της με τη γρίνια της, όπως έφαγε και τον άντρα της και τον ξεκούτιανε. Τώρα τάβαλε με κείνον. Όλα ο γέρος τα φταίει. Έτσι, λέει, ήταν κι' αυτός ξελογιασμένος σαν το γαμπρό που διάλεξε. Προχτές σα γυρίσανε από το λείψανο την έπιασαν τα δαιμόνιά της. «Από σένα έχασα το κορίτσι μου, του έλεγε.

Και από το σύδενδρο νησίταις κορυφαίς του Ολύμπου ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• «'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μουτην Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• «ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• πλην συτα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335

Μα δεν ήθελε η Λιόλια: είπε που δεν πεινούσε. Πάμε, πάμε! φώναζαν οι φίλοι κ' έπιασαν το Νίκο απ’το μπράτσο, ο καθένας από μια μεριά, και τον τραβούσαν. . . Ένα μεζεδάκι κ’ένα κρασάκι! είπε ο χοντρέλης.

Τότες ο Αίας του Οϊλιά με το βαρύ κοντάρι πολύ πιο πρώτος πήδησε και κάρφωσε το Σάτνη, γιο ξωθικιάς, π' αψέγαδη τον έκανε νεράιδα με τον ξεστήθια Βήνοπα σαν έβοσκε τα βόδια κοντά στου Σάτνη ποταμού τους ανθοπλήθιους όχτους 445 Αφτόν ζυγώνει και τρυπάει με τ' όπλο στο λαγγόνι, και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και γύρω στο κουφάρι έπιασαν Τρώες κι' Αχαιοί πεισματωμένη μάχη.

Εγώ λέω να μας φέρης κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψη. Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός. — Είταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλη κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσης τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.

Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κ' έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέπαμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέττα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέττες εκείνες, το ξέρω.

Το συγγενολόγι του κυρ Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν. Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Είταν οι πόνοι της άνομής της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθή το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάννα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν