United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θάθελα να τους ρωτήσω σαν τι αρρώστεια έχετε που σας δίνουν τόσα γιατρικά. ΑΡΓΓΑΝ Σιωπή, αμαθεστάτη! Δεν είνε δική σου δουλειά να εξελέγχης τις συνταγές της ιατρικής. Ειδοποίησε την κόρη μου την Αγγελική νάρθη εδώ. Έχω κάτι να της πω. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να την πούρχεται ακάλεστη· θα μάντεψε, φαίνεται, τη σκέψι σας. ΑΡΓΓΑΝ Έλα κοντά, Αγγελική. Ήρθες απάνω στην ώρα. Ήθελα να σου μιλήσω για κάτι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Το λογισμό σου μη τον φέρνης εσύ πάντα γύρω από τον εαυτό σου• άφ' τη σκέψι απ' τον αγέρα νάρθη ψηλοκρεμαστή, — σαν το μπούρμπουλα δεμένη απ' το πόδι με κλωστή. Βρήκα μια καταστροφή για τη δίκη, πιο σοφή, οπού και συ επίσης μ' εμέ θα συμφωνήσης. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και ποια λοιπόν απ' όλες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Εις τους φραρμακοπώλες είδες την πέτρα την καλή, τη διάφανη, που την φωτιάν ανάφτουν;

Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• «Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, 'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, ότε καρτέρι, εστήναμετην Τροίαν αποκάτω. ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. και ότετην πόλι φθάσαμε καιτο υψηλό της τείχος, αυτού τριγύρωτα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. αλλάτο τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, 'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, νεκρόνολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτοντο νου του ευρήκε 490 αυτός, όπ' ήταν θαυμαστόςτην σκέψι καιτην μάχη• και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• «ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειροςτον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσατο φόρεμά του πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώτον κόσμο εφάνη• τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, καιτα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».

Τώρα όμως εξ αυτών ενόησα, ότι δεν είνε ασφαλές να συντρώγη με τοιούτους σοφούς, άνθρωπος με ειρηνικόν χαρακτήρα. ΕΡΜΗΣ. Ω Ζευ, γιατί συλλογισμένος φαίνεσαι και μόνος σου μιλάς; γιατί περιπατείς ωχρός και φιλοσόφου χρώμα έχεις; Σ' εμένα την καρδιά σου άνοιξε και λέγε μου μ' εμπιστοσύνη τον πόνο και τη σκέψι που σε βασανίζει .

ΚΛΕΑΝΘΗΣ Θεοί και βασιλείς εσείς, που όλοι μπροστά μου πέφτουν μπροστά στην ευτυχία μου τι είν' η δική σας τάχα; όμως, Φιλίς μου, μια σκληρή σκέψι με βασανίζει: άλλος σε θέλει, σε ζητεί και σ' άλλον θα σε δώσουν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αυτόν τον άλλο τον μισώ καθώς μισώ το Χάρο κι' όπως για σένα η όψι του φριχτή είναι και για μένα ΚΛΕΑΝΘΗΣ Μα η γνώμη του πατέρα σου εκείνον θέλει τώρα.

Με θύμωσαν τρεις προδότες που πολύν καιρό τώρα μας μισούν. Τους γνωρίζεις: Αντρέ, Δενοαλέν, και Γκοντοΐν. Τους έδιωξα από τον τόπο μου. — Μεγαλειότατε, τι κακό ετόλμησαν να πουν εναντίον μου; — Τι σε νοιάζει; Τους έδιωξα. — Μεγαλειότατε, καθένας έχει το δικαίωμα να λέη τη σκέψι του. Αλλά έχω κ' εγώ το δικαίωμα να μάθω τι κατηγόρια είπαν εναντίον μου.

Ο βασιλιάς φίλησε τρυφερά τους δυο τυχοδιώχτες. Ήταν έξοχο θέαμα η αναχώρησή τους και ο μεγαλοπρεπής τρόπος με τον οποίον υψωθήκανε αυτοί και τα πρόβατά τους πάνου από τα βουνά. Οι φυσικοί τους αποχαιρετίσανε, αφού τους φέρανε σε μέρος ασφαλισμένο κι' ο Αγαθούλης δεν είχε πια άλλη επιθυμία κι' άλλη σκέψι από το να πάη να προσφέρη τα πρόβατά του στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Στο δωμάτιο της, στο Τινταγκέλ, η Ιζόλδη η Ξανθή στενάζει για τον Τριστάνο και τον προσκαλεί. Να την αγαπάη πάντοτε; άλλη σκέψι δεν έχει, ούτε άλλη ελπίδα, ούτε άλλη επιθυμία. Όλη της η επιθυμία είναι σ' αυτόν, και δυο χρόνια τώρα δεν ξέρει τίποτε από μέρους του. Πού είναι; Σε ποιον τόπο; Να ζη τάχα τουλάχιστον;

Ο πατέρας σου έρριχνε το κεφάλι κάτω και δεν έβγαζε μιλιά. Ήρθε κ' εγάτιασε από το κακό του. Ούτε τραγούδι πλέον ούτε γέλοιο. Σκέψι μόνον και θυμό. Πρώτη φορά ο Ραφαλιάς άκουε στ' όνομά του τέτοια γλώσσα. — Τ' έχεις μωρέ αδερφέ κ' έγινες έτσι; τον ερωτά μια Κυριακή που έσμιξαν ο δικός μου Μπα κ' έμαθες κακό χαμπέρι από το σπίτι; Μην πέθανε η μάνα μας; μην αρρώστησε η Χρυσούλα;

Στη σοφία στέκ’ η υπεροχή απ’ άνθρωπον ανθρώπου. Όμως ποτέ δεν θα ’ψεγα τον βασιλέα, αν δεν έβλεπα απόδειξι στων κατηγόρων του τα λόγια. Γιατί άλλοτε, που φανερά η Φτερωμένη Κόρη γοργόπεσεν απάνω του, σοφός εδείχθη και αληθινά σωτήριος εις την πόλιν γι’ αυτό ποτέ στη σκέψι μου κακός δεν θα ’ναι ο Οιδίπους.