United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι. — Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία.

Ιδού· λάβε φλωριά σαράντα. Θέλω φαρμάκι δυνατόν, να ενεργή αμέσως, κι' άμα σταις φλέβαις σκορπισθή νεκρόν να τον αφίνη εκείνον που βαρέθηκε να ζη, και θα το πάρη. Από το σώμα την ζωήν το θέλω να την διώχνη διά μιας, ορμητικά, καθώς ορμά κ' εβγαίνει από τα σπλάγχνα κανονιού πυρίτις αναμμένη. ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Φαρμάκι έχω δυνατόν, καθώς το θέλεις· όμως τον τιμωρεί τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.

Δίπλα του είνε και ο τάφος του Αράπη που τον εσκότωσε, τον Κωνσταντίνον, όταν κατά την Άλωσιν βουτυγμένος μέσα εις το αίμα, με μισό σπαθί, ανάμεσα εις τα πτώματα όλων των υπασπιστών του εφώναζε για τελευταία φορά: — Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός, να πάρη το κεφάλι μου; Ο συμπαθέστατος ιερεύς ήρχισε να κλαίη. Ο δε καπετάν-Μαμμής ενθουσιασμένος εξηκολούθησε.

Ο καπετάν Μπισμάνης δεν ήταν ώρα να φανώ εμπρός του και να μη μου φωνάξη γελώντας: — Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψης την τρόμπα; Τέλος εκατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμη λιμάνι! Όσο τον έχει στο σορόκο καλά· άμα όμως τον πάρη τρεμουντάνα και κατεβάση ο Τσικνιάς ουδέ βάρκα δεν μένει μέσα.

Ο Χάρος μόλις πάρη τον πεθαμένο τον περνάει πρώτα από της Άρνης το βουνό· ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είνε της Αρνησιάς η βρύση που τρέχει νερό κρύσταλλο. Του δίνει και πίνει νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του.

Και χωρίς να πάρη το καπέλλο του έτρεξε στη σκάλα, την κατέβηκε γοργά και χάθηκε μέσα στον κήπο. Δεν πέρασε στιγμή και φάνηκε κάτω από μια καρποφορτωμένη μηλιά· Κρατούσε στα χέρια του την κόρη και την σήκωνε ψηλά για να του φτάση μήλα. Εκείνη έβαζε μικρά ξεφωνητά και γέλοια, πότε από χαρά και πότε από φόβο και σήκωνε τα χέρια με φανερή προσπάθεια, να φτάση το πιο καλόχυμο πωρικό.

Τον ξανάειδα άλλη μια φορά νεκρό στην κηδεία του. Από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έως το νεκροταφείο είχε την καλωσύνη ο Δημήτριος Κορομηλάς να με πάρη στο αμάξι του. Μέσα σ' αυτό καθισμένοι καθώς πρέπει και δυο άλλοι άγνωστοί μου κύριοι. Μιλούσανε για το νεκρό με συμπάθεια και δίνανε πληροφορίες για τη ζωή του.

Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το ρεύμα. — Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες πάρουν;

Σωκράτης. Και όμως είναι φόβος να μην επιτρέψη ο λόγος ούτε το έν ούτε το άλλο. Αλλά τι να γίνη, βεβαίως κανείς πρέπει να το πάρη απόφασιν, και τι πειράζει αν αποφασίσωμεν να γίνωμεν ξετσίπωτοι; Θεαίτητος. Πώς; Σωκράτης. Εάν θελήσω μεν να ειπούμεν ποίου είδους είναι η επιστήμη. Θεαίτητος. Και διατί αυτό να είναι ξετσίπωμα; Σωκράτης.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότετην Τρωάδα 125 με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, κ' εκείνοι οπούτην ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν όθεντους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον δεν δίδ', ούτετους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσωτο δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω ύφασμα· κ' ευθύς έπειταεκείνους είπα· «Ω νέοι 140 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 των Αχαιίδων μην καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, και νύκτα το ξεΰφαινατην λάμψι των λαμπάδων. 150 όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. και όμωςεμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».