Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Μα και σ' αυτή τη θάλασσα γίνονταν πολλά περίεργα· οι άγκυρες δηλαδή, άμα δοκιμάζανε να τις σηκώσουν, εμένανε στον πάτο και τα κουπιά εσπάζανε, μόλις εκάνανε να τραβήξουν και δελφίνια, πηδώντας από τη θάλασσα και χτυπώντες με τις ουρές τους τα καράβια, έλυναν τους αρμούς· ακουότανε και κάποιος ήχος σουραυλιού από τον αψηλό βράχο, που ήτανε στην τσίμα του κάβου· μα δεν εγήτευε σαν σουραύλι παρά ετρόμαζεν όσους τον ακούανε, σαν σάλπιγγα.

Εκείθεν απετόλμησαν δύο-τρεις βαρκούλες κ' έπλευσαν με τα κουπιά επάνω έως τας πλευράς του θαλασσίου κήτους, και περιέπλεον μακρόθεν το θείον κύμα. Και ο πρώτος που επεσκέφθη επισήμως τον Καπετάν Πασάν επί της ναυαρχίδος ήτον ο πρώτος προεστώς του χωρίου, ο Κουμπής Νικολάου, παλαιός γνώριμός του.

Έλα γέρα, πάρε το φλάουτο και φύσα! επρόσθεσε το παιδί, δίνοντάς του με καμώματα το όργανο και γελώντας κάτω από την άχνα του μουστακιού του. Οι άλλοι ξεράθηκαν στα γέλοια. Ο γέρος πέταξε το κουπιά και τινάχτηκε μπροστά στον πάγκο, ίσιος τώρα σαν λαμπάδα, με τα μάτια σπιθόβολα, με το μεγάλο μέτωπο φωτισμένο.

Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τι έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβυσε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώραν έτσι σαστισμένος. Ύστερα έκανε το σταυρό του να πέση να κοιμηθή.

Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.

Μια κοπέλλα αγκαλιασμένη μ' ένα παλικάρι το κύτταζε γλυκά στα μάτια και τα χείλια τους στέκανε κλειστά σαν μπουμπούκια τριανταφυλλιάς. Και τα βουβά χείλια μοιάζανε σα να μιλούσανε λόγια της αγάπης. Μέσα στα νερά της λίμνης περνούσε ένα μονόξυλο. Τα κουπιά του σχίζανε το γαλάζιο νερό. Και το νερό δεν είχε φλοίσβο κανένα, μόνο ροφούσε το φως με βουβή λαχτάρα.

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος με την πρώτη προσφορά του Αγαθούλη είχε γυρίσει την πλώρη προς την Πόλη και το καΐκι έτρεχε με τα κουπιά γρηγορώτερα απ' όσο ένα πουλί σκίζει τους αέρες. Ο Αγαθούλης φίλησε εκατό φορές τον Παγγλώσση και το βαρώνο. Και πώς συνέβη να μη σας έχω σκοτώσει, κύριε βαρώνε; και σεις, αγαπητέ μου Παγγλώσση, πώς βρίσκεστε στη ζωή, αφού σας κρεμάσανε;

Αλλ' είσαστε, άρχοντες, άνδρες με μεγάλη γνώσι και μπορείτε καλά να κρίνετε αυτά τα θαύματα. Ενίκησε τον Μόρχολτ: να ένα ωραίο ανδραγάθημα. Αλλά με ποιες μαγείες κατώρθωσε, σχεδόν πεθαμμένος, να ταξιδέψη καταμόναχος μέσα στη θάλασσα; Ποιος από μας, άρχοντες, θα μπορούσε να διευθύνη μια βάρκα χωρίς πανιά και χωρίς κουπιά; Οι μάγοι μπορούν μοναχά, καθώς λένε.

Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, 165 τ' ωραίο πλοίον έφθασετην νήσο των Σειρήνων ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος. έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη έγεινε• θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα. σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, 170 κάτωτο πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν. κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια• και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, 175 και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα. αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων• εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαντο κατάρτι ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του, και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. 180 και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει, 'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι• «ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα, το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας• 185 ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι, χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας. ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος• τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. 190 και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμετην γη την πολυθρέπτρα».

Άφησε δε και το ψεύδος και την έπαρσιν και την ιδέαν ότι είσαι καλλίτερος των άλλων διότι αν εισέλθης με όλα αυτά ποίον πλοίον με πενήντα κουπιά δύναται να σε χωρέση; ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ. Τα αφίνω λοιπόν αυτά, αφού ούτω διατάσσεις. ΜΕΝ. Αλλά και τα γένεια αυτά ν' αφήση, ω Ερμή, διότι είνε πυκνά και βαρειά, ως βλέπεις. Έχουν τουλάχιστον πέντε μνων τρίχας. ΕΡΜ. Καλά λέγεις- άφησε και αυτά.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν