Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Συ που μέκλαιγες τρυφερά όταν με τα ίδια σου τα χέρια με πήγαινες στη βάρκα που δεν είχε ούτε κουπιά ούτε πανιά. .. Γιατί καλλίτερα να μη διώξης από την πρώτη μέρα το περιπλανημένο παιδί, που ήρθε να σε προδώση; Α! μα τι έβαλα λοιπόν με το νου μου; Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου, κ' εγώ γυιός σου. Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου και δεν μπορεί να μ' αγαπήση!». Η Ιζόλδη τον αγαπούσε.

Νά τ’ αυτοφάνερα, όσα μας είπε ο κήρυξ.... πένθος διπλό και συμφορά διπλή των δυό νεκρών που σκότωσε ο ένας τον άλλο· διπλά σωστά σφαχτάρια αυτά και τι να πω; Τι άλλο, ή πόνοι σ’ άλλους πόνους μέσα στα σπίτια θρονιασμένοι; Μα με τον πρίμον αγέρα, φίλε, των θρήνων στις κεφαλές σας λάμνετε γύρω κουπιά τα χέρια σας για την πομπή που πάντ’ ανάμεσα ’πό τον Αχέροντα τραβάει και πάει τον άγιο δρόμο της που τον περνούνε μαύρα πανιά, δρόμον ανήλιαγο, που δεν τον πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας και φέρνει πέρα στην παντοδόχα κι άφαντη ξέρα.

Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι• και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο, απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους. και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'πουτο πλοίο 465 εφθάσαμεν• εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν, όσους δεν πήρε ο θάνατος• τους άλλους εθρηνούσαν. αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν. κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. 470 και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, λόγους εγώτον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα• «Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, 475 οπ' άγρια τόσο του 'φαγεςτο σπήλαιο τους συντρόφους• αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου• σκληρέ, πώφαγες άφοβατην σκέπη σου τους ξένους, κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων».

Έτρεχε η βάρκα μας αργή· εδιάνοιγε η καρίνα μας ταφροστεφανωμένα αβλάκια πίσωθε· να παίζη, να κυλιέται, να χορέβη το φεγγάρι μέσα τους. Βουβός ο γέρος ο ψαράς έλαμνε τα κουπιά μας.

Τα κουπιά σαν φτερούγες ψαριού ήγγιζαν το νερό, που υπεχώρει, το νερό, που τόσον εύκαμπτον και όμως τόσον ισχυρόν είναι, που έχει ράχην διά να φέρη επάνω του και φάρυγγα διά να καταπίνη, που ηπίως μειδιά, που αυτήν την μαλακότητα αλλά όμως και τον φόβον ενσταλλάζει, που είναι ικανόν να κατασυντρίψη.

Τώρα ας μας πιάσουν! ανέκραξεν ευθύμως το Λιαλιώ. Μου φαίνεται πως είνε μακρύτερα από μας. — Ω! βέβαια· πολύ μακρύτερα. Μα έχουν πολλά κουπιά. — Κ' ημείς έχομε μεγάλη δύναμι! Κ' εδιπλασίασε την ζέσιν της εις την κωπηλασίαν.

Τη λίμνη να περνάς Με τέτοια ώμορφη βραδειά, Που τα κουπιά σουτα νερά μονάχος να γυρνάς, Και το γλυκό τραγούδι σου να βγαίνη από τα χείληα... Τι θέλγητρο!-τι ζήλια! Χαράαυτόν που βάσανα δεν έχειτην καρδιά!

Άξαφνα-άξαφνα μεμιάς κόβει τη συλλογή του, Και: — Στάσου, κράτα τα κουπιά! — κράζει του καϊκτσή του. — 'Στό δώθε του Μεσολογγιού, του λέει, τ' ακραγιάλι Έν' άσπρο-άσπρο και μικρό απ' τη στερηά προβάλλει. — — σώπα, θα νάνε φάντασμα, — αυτός τ' απολογέται. — Όχι. Πώς κυματίζεται δε βλέπεις, πώς κουνιέται; Κ' είνε γερμένο προς εμάς. Σημαία ή μαντύλι.

Είταν ο στόλος 500 φορτηγά και καμιά κατοστή πολεμικάδρόμωνες τα λέγανεμε μια σειρά κουπιά και στεγασμένα. Είκοσι χιλιάδες ναύτες στα φορτηγά, και δυο χιλιάδες κωπηλάτες στα πολεμικά, πολίτες όλοι. Ο στρατός πάλε που πήγαινε μαζί τους, 10 χιλιάδες πεζοί, 5 χιλιάδες καβάλλα, ένας κ' ένας όλοι. Κι αρχηγός όλης της εκστρατείας ο Βελισάριος.

Το λευκάζον και κιτρινωπόν ράκος της έφυγεν από την χείρα· το επήρεν ο άνεμος, και το έρριψεν επί της κεφαλής και των ώμων της γυναικός. — Αυτό θα είναι το σάβανό μου! εψιθύρισε πικρώς μειδιώσα η Φραγκογιαννού. Τέλος, καθώς εκάθησε κάτω επί του βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικράν φελλούκαν, να έρχεται, παραπλέουσα την ακτήν. Είχε μικρόν ιστίον και δύο κουπιά, τα οποία έτυπτον ραθύμως το κύμα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν