Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Επανεκάθησε στο παραθύρι για να σε καμαρώση: — Αρί, από πού θα ξαγναντίση το παιδάκι μου;! . . Από το παραθύρι της σαλίτσας εφαίνετο μια γωνίτσα του λιμανιού. Εκύτταζε και έλεγε, εις τα χαμένα, έτσι. — Στο καλό, παιδί μου! στο καλό! Δεξιά και αριστερά! . . . Αλλά προς το βράδυ ο καιρός εχάλασε. Χειμώνας, βλέπεις. Επήρεν ένας κρύος μαΐστρος! Χιονιά δυνατή!
Χάρηκε του Λαέρτη ο γιος με το καλό σημάδι που φάνηκε, και στη θεά δεήθηκε έτσι κι' είπε «Άκου με, κόρη αμάλαγη του Δία, εσύ που πάντα μου παραστέκεις στα δεινά, και σαν κινώ η ματιά σου 280 με βλέπει, ω πλήθια αγάπα με, καλή θεά, και τώρα, και κάνε να γυρίσουμε στα πλοία δοξασμένοι, μεγάλα κατορθώνοντας που ο οχτρός ναν τα θυμάται.»
Εσυλλογίστηκα μάλιστα πως θάταν καλό να μπορούσαμε να του φέρναμε εδώ ένα δικό μας γιατρό, για να τον κάνη να συχαθή τον Πυργγόν του και να του δώση να καταλάβη τι ρόλο του παίζει. Μα, μια φορά που δεν έχομε κανένα του χεριού μας, μου πέρασε η ιδέα να του παίξω ένα παιγνίδι. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Σαν τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Είνε μια ιδέα λιγάκι . . . κωμική. Ελπίζω όμως πως θα πετύχη. Αφήστε με μένα.
Ίσως το συνηθίσω κι αυτό το φαρμάκι με τον καιρό, σα συλλογιέμαι πως είνε και για δικό σου καλό.
Μα είχε ένα παράξενο κουσούρι Δεν έδινε μια πεντάρα για τον άλλον άνθρωπο, ούτε τον έπαιρνε ποτέ στο στόμα του, όσο ήτανε ζωντανός. Ούτε καλό, ούτε κακό είπε ποτέ του για κανέναν. Ό,τι και να γινότανε στο νησί, ότι και νάκανε άντρας ή γυναίκα, ήτανε καλά καμωμένο. «Τι να σου κάνη ο άνθρωπος; Έτσι ήτανε...» κ' έκοβε την κουβέντα.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• «Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω• όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα, και το καλό και το κακό• και πλειά μωρό δεν είμαι• αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει• 230 ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω. όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος.
— Έλα· πάμε! ξανάειπε ο νιος· έχε γειά, μάννα· έχετε γειά!. . . Έσκυψε και φίλησε το χέρι της γριάς. Έσκυψε κ' η Ζαφείρω λούστηκαν κ' οι δυο στα δάκρυα. — Σύρτε στο καλό ... σύρτε στο καλό ... ευχήθηκε η Μητροκούλενα. Κίνησε το αντρόγυνο στο δρόμο του: μπροστά ο άντρας με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· πίσω η λεβεντονιά σφουγγίζοντας τα δάκρυα.
Ο ήσυχος παρατηρητής θα βρη πίσω από ένα λεπτό παραπέτασμα κρυμένο το πορτραίτο της μητέρας, της πεθαμένης, της συμπαθητικής μαμάς, που πνίγηκε στην ατμόσφαιρα αυτή, που τίποτε καλό δεν μπορεί ν' αναπτυχτεί.
Απέρασεν έως μία ώρα, και ιδού που βλέπει την γραίαν με μίαν κόρην που είχε ένα μποχτζέ, εις τον οποίον είχεν ένα πανί και ένα φερετζέ με τα οποία ένδυσε τον Κουλούφ λέγοντάς του· αυθέντη, ημείς είμασθε υποκείμενα τιμημένα και από καλό γένος, και δεν είνε τίμιον ένας ξένος να έμπη εις το σπήτι μας, και διά τούτο σε ενδύω γυναίκια, διά να μη γνωρισθής.
Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέας 'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν