United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το Φλουρώ έχει καλλίτερα πράματ' από την Ανέζα κ' εγώ πάλι ό,τι καλό μπορώ θα σου κάμω. Και τον εκέρασε πάλι· στο κέρασμα έλαβε μέρος και ο παππά Κρητικός, ο οποίος και είπε πολλά του Κεμιάκου, κερνώντας τον λίγο λίγο. Αυτός ο καϋμένος είχε δεν είχ' εμέθυσε και μια στιγμή ήδωκε το λόγο του. — Δε θέλω να ξέρω τίποτε πλια· εξεμπέρδεψε· το Φλουρώ θα πάρω και δε δουλειώ κανεί. . .

Στόν κόσμο καλό κι' αφτό όταν έχει νου γερό ο μαντατοφόρος. Καημό όμως τόχω της καρδιάς, πάει να μου φέρει φρένια, που εμένα τον ισότιμο, γραμμένονε όμιας μοίρας, να μ' αποπαίρνει όλο ζητάει με θυμωμένα λόγια. 210 Μα τώραεγώ τον σέβουμαιδεν επιμένω, ας είναι. Μα άκου, άλλο λόγο θα σου πω, που δέν απλή φοβέρα.

Κάθε βράδυ, σαν κοίμιζε τα δυο τα ορφανά της, άναβε το καντήλι στους Άγιους Ανάργυρους κ' έλεγε απομέσα της: «Άγιοι μου Ανάργυροι, χαρίστε μου τα δυο μου αγγελούδια και να ξεχάσω όλες μου τις συφορές, να ξεχάσω και τον καλό μου, πούφυγε και μ' άφησε δυο χρονώνε χήρα». Λες και παρακάλεσε τους αγίους όχι να της χαρίσουνε, μα να της χωρίσουνε το αγαπημένο ζευγαράκι.

Θενά δης άντρες συναγμένους σε στοές μαρμάρινες και σε περιστήλια, και βυθισμένους στη μελέτη εκείνη που τηνε λέγανε — «τη πόλει συμφέρον» — το συμφέρον εκείνο που κολοβώθηκε κι αυτό σήμερα καθώς το λυχνάρι, κι άλλο τώρα δεν σημαίνει παρά το ιδιαίτερό μας καλό, την αχόρταγη την όρεξη του εγώ.

Όξου από λόου σου, νάχω το συμπάθειο . . . Ντούρμα βγήκε όξ' απ' το καλύβι, κ' εγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη . . . Κοπιάζεις ως το καλύβι μπάριμ, τώρα εδώ που σ' εσταύρωσα, κυρά Γιαννού μ'! Μονάχα να την θωρήσης ν' αγροικήσης σε τι χάλι βρίσκεται . . . Ελμπέτ, καλό θα της κάμης· με τα γιατρικά σου, θα διώξης κάθε ενάντιο, ένα κ' ένα. — Και πώς της ήρθε αυτό; είπεν η Φραγκογιαννού.

Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν, κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκάταις μάνδραις, ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος 440 από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος 'που 'σαν δεμένοιταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων. κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι, αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. 445 εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε• «καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα, αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτοςτα ποτάμια, 450 και πρώτος ήσουν πρόθυμοςτην μάνδρα να γυρίσης, το εσπέρας• τώρ' είσ' ύστερος• τω όντι, του κυρίου ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε, ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. 455 και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες, να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου, θα 'βλεπες τότε σκορπιστάτο σπήλαιο τα μυαλά τουτην γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». 460

Ο Γιάννης ο Σερέτης φρεσκοξυρισμένος, χτενισμένος, με τη φορεσιά του την καινούρια, που την έβανε μόνο στης επίσημες ημέρες, με μαύρο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, ναυτικά δεμένο και με το καλό του φέσι με το ανοιχτόχρωμο, μπιμπιλωμένο μαντήλι περίγυρα και η γνωστή μας χήρα, η παχουλή και αφράτη, η συδέκνισσα του παππά Συνέσιου με την πιο καλή της φορεσιά.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω πως θα μ' αγαπήσης εσύ. Εσύ! Κάθουμουν ώρες και συλλογιούμουν. Έπειτα, τι να σου πω; Χωρίς να το θέλω, χαίρουμουν και γελούσα που το συλλογιούμουν. Η ζωή μου σα νάλλαξε με μιας. Όχι, Καρλή, να μην το πούμε ακόμη κανενός. Τι καλό πράμα που είναι νάχη κανείς ένα κρυφό και μέσα του να το φυλάη! Να είσαι ήσυχος, φίλε μου καλέ. Εγώ δε λυπούμαι. Δεν το μετανοιώνω.

Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια κασσέλα, έβγαλε τρία ψωμιά και του τα έδωσε, λέγοντάς του: — Σε συμβουλεύω αυτά τα τρία ψωμιά να τα φυλάξης στο δρόμο που θα πας, και να τα πας σπίτι σου απείραχτα. Εκεί, άμα φτάσης με το καλό, κόψε και φάτα με την γυναίκα σου.

Κι' ανάμεσά τους τα ραβδιά σηκώσανε, και πρώτος είπε ο Νιδιός, που ένα σωρό τούξερε ο νους σοφίες «Σώνει, παιδιά μου, αφίστε πια και μη σπαθοκοπιέστε, τι και τους διο σας αγαπάει ο Ελυμπήσος Δίας, 280 άξιοι κι' οι διο σας· τούτο δα και το κατέχουμε όλοι. Νυχτώνει τώρα· σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα