United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απορώ μόνον τι της εζήλεψεν ο στρατιώτης αυτός, εκτός αν είνε θεόστραβος και δεν είδε ότι τα μαλλιά της έχουν μισομαδήση κι' έχει αρχίση να κάνη φαλάκρα πάνω από το μέτωπον• τα χείλη της είνε ωχρά και νεκρικά, ο λαιμός της αδύνατος και φαίνονται η φλέβες και η μύτη της είνε μεγάλη. Το μόνο καλό που έχει είνε το ανάστημα• είνε ψηλή και ίσια σαν κυπαρίσσι και το χαμόγελό της έχει πολύ γλυκάδα.

το πάχος των ασθματικών αυτών καιρών μας πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη καλό, την άδειαν να ζητή σκυμμένη εμπρός της.

Και καλά να ψηφίσω το κόμμα του καπτά Κοσμά. — Και η γνώμη σου εσένα πια είνε; — Εγώ ψηφίζω τον καπτά Φιλιππή πάντα, γιατί μούχει καλό καμωμένο. — Να μείνης με τη γνώμη σου Σταυράκη, σου λέω γω. — Ναι, πάτερ Άνθιμε, μα ο 'γούμενος μούπενε θυμωμένα, πως αν δεν ψηφίσω τον καπτά Κοσμά, θα με βγάλη απ' τον κήπο. Ο Άνθιμος δεν απεκρίθην ευτύς.

Η καλή προαίρεση, και η δυσκολία του τρόπου, αποκρίθηκε ο Λογιότατος. Παράστησέ μου καθαρώτερα την ιδέα σου, είπε ο Γέροντας, με παράδειγμα. Ένας υπόθεσε, αποκρίθηκε ο Λογιότατος, οπού επιθυμάει το καλό του Γένου του, και είναι άξιος να το ευεργετήση, λείποντάς του ο τρόπος, ενοχλείται άκοπα από την συλλογή του.

Και δεν ξαναγύρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον πήρε μαζή του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο καϋμός της. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με καλοσύνη.

Και ρωτούσα τον εαυτό μου: Γιατί; Γνώριζα πως δεν μπορούσα ποτέ να τη ρωτήσω γι' αυτό. Γιατί θα μου αγκάλιαζε το λαιμό με τα χέρια της και θα μου έλεγε: «Ω, δε μου έχεις κάμει ποτέ άλλο από καλόΝόμιζα πως άκουγα το φανατισμό της φωνής της, όταν έλεγε αυτά τα λόγια. Ναι, ήξερα πως έτσι θαπαντούσε κ' ήξερα πως όλα όσα έλεγε τα αιστανότανε αληθινά. Η ιδέα όμως αυτή δε με ησύχαζε.

Το βασιλόπουλο αποκρίθηκε: — Κι' αν είναι μεγάλη γιορτή στο παλάτι μας, με το καλό να ξεφαντώσετε, Κι' αν είναι τρανοί μουσαφιραίοι στο τραπέζι μας, φτάνουνε ο βασιλιάς και η βασίλισσα να τους καλοδεχτούνε. Κι' αν είναι προξενητάδες για τα μένανε, εγώ παίρνω το τουφέκι μου και πάω στη δουλειά μου.

Ο ιερεύς εκείνος ο γηραλέος και σεβάσμιος, ο πνευματικός της Θωμαής, ο Παππά-Γιώργης, απεκδυόμενος ήδη τα ιερά άμφια, εδίπλονεν αυτά επιμελώς, επιλέγων, εν εκάστω, στίχους έκ τινος αρχαίου άσματος της Θεοτόκου: «Δέσποινα, πάντων Δέσποινα, και πάντων υπερτέρα, και πάντων υπερέχουσα των άνω Στρατευμάτων » και τα εναπέθετε, χάριν ευλογίας, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσού, ήτις φορούσα το καλό φουστάνι της, οπού εφύλαττε διά την θανήν της, λάμπουσα όλη από ευχαρίστησιν, έκυπτε προ της ωραίας Πύλης, εν κατανύξει υπερτάτη, την ευλογίαν του ιερέως προσμένουσα, να ζήση τώρα ακόμη.

Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν: — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου!

Πρόβαλαν και δυο τρεις άλλες γριές από τη γειτονιά, και της πρόσφερναν, άλλη συβουλή, άλλη γνώμη, κι άλλη την καλή της ευκή, αν και κρυφοτρώγουνταν όλες τους κι από κάποια ζούλια, και σαν τύχαινε βολικό, χτυπούσαν και τα ρουθούνια τους μπαινοβγαίνοντας. Φανερά να το δείξουνε, δεν πολυταίριαζε. Έπειτα, ποιος τόξερε και τι καλό μπορούσε να τους κάμη καμιά μέρα η Ασήμω;