Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Ο δε Πτολεμαίος, ο οποίος και κατά τα άλλα δεν ήτο και πολύ συνετός άνθρωπος, αλλ' είχεν ανατραφή με κολακείαν ηγεμονικήν, τόσον εξηρεθίσθη και συνεταράχθη υπό της απροσδόκητου εκείνης διαβολής, ώστε χωρίς να σκεφθή όπως έπρεπε και εννοήση το απίθανον της διαβολής, ότι ο διαβάλλων ήτο αντίζηλος εις την τέχνην προς τον διαβαλλόμενον και ότι ο ζωγράφος ήτο ανίκανος να πράξη τοιαύτην προδοσίαν και μάλιστα αφού είχεν ευεργετηθή παρ' αυτού και περισσότερον από κάθε άλλον ζωγράφον τιμηθή, αλλά και χωρίς καθόλου να εξετάση εάν ο Απελλής εταξείδευσεν εις την Τύρον, κατελήφθη ευθύς υπό οργής και εγέμισεν από κραυγάς τα ανάκτορα, καταβοών εναντίον του αχαρίστου, του επιβούλου και συνωμότου.
Ο Σουλτάνος ευθύς που έμαθε τον αρπαγμόν της θυγατρός του από την αυλήν του βασιλέως της Γάζνας, εσυνάθροισεν όλους τους Αστρολόγους του βασιλίου του διά να εξετάξουν το τι έγινεν η θυγατέρα του.
Αυτή βλέποντας που την εκύτταζα με επιμέλειαν, άρχισε να με ονειδίζη λέγοντας· δεν ηξεύρεις, τολμηρέ και αυθάδη, πόσον είνε εμποδισμένον εις τους άνδρας που ήθελαν τολμήσει να σταθούν υποκάτω εις το παραθύρι τούτου του παλατίου; αν οι φύλακες του βασιλέως θέλουν σε καταλάβει ευθύς θέλουν σε παιδεύσει σκληρώς.
Τρέχα! Εγώ πηγαίνω να τα 'πώ με τον γαμβρόν μου. Τρέχα· τρέχα, και ήλθεν ο γαμβρός. Τρέχα ευθύς, σου λέγω! Ο κοιτών της Ιουλιέτας. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία! Αι, κυρία μου· ακούεις; Ιουλιέτα! — Κοιμάται τώρα ‘ς τα βαθειά. — Αρνάκι μου· κυρία! Ω ακαμάτρα, εντροπή! Αγάπη μου, θ' ακούσης; Κυρία μου· καρδούλα μου· εσύ, γλυκειά μου νύμφη! Τι; ούτε λέξιν; Βέβαια, τον χαίρεσαι τον ύπνον. Καλοκοιμήσου!
Εάν δε εις εμέ πείθεσαι, πρώτον μεν δεν θα σε συναναστραφώ αποβλέπων εις την εφήμερον ηδονήν, αλλά και εις την μέλλουσαν ωφέλειάν σου, μη κυριευόμενος από τον έρωτα, αλλά συγκρατών τον εαυτόν μου, ουδέ διά μικράς αφορμάς ευθύς εις ισχυράν έχθραν παραφερόμενος, αλλά διά μεγάλας αιτίας βραδέως ολίγον μόνον οργιζόμενος, παρέχων συγγνώμην εις τα ακούσια αδικήματά σου, τα δε εκούσια προσπαθών ν' αποτρέπω· διότι αυταί είναι αποδείξεις φιλίας, η οποία θα διατηρηθή πολύν χρόνον.
Και τα πλοία τα προσορμισθέντα εις την Μεσσήνην διελύθησαν ύστερον και καθείς επέστρεφεν εις τα ίδια. Ευθύς δε οι Λεοντίνοι και οι σύμμαχοι εξεστράτευσαν μετά των Αθηναίων κατά της Μεσσήνης, νομίζοντες αυτήν εξησθενημένην. Και προσβαλόντες αυτήν οι μεν Αθηναίοι έκαμναν αποπείρας διά των πλοίων προς το μέρος του λιμένος, ο δε πεζός στρατός προς το μέρος της πόλεως.
Ό δε Αμπτούλ τους εδέχθη με μεγάλην τιμήν, και τους εφιλοδώρησε με μεγάλην γενναιότητα, και τους εκράτησε διά να γευματίσουν· και εις το αναμεταξύ, που εγευμάτιζαν, ο βεζύρης με εύμορφον τρόπον έβαλεν εις το ποτήρι που έπινε μίαν σκόνιν, ο οποίος πίνοντάς την έπεσεν ευθύς ωσάν αποθαμμένος.
Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα• 'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;
Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον, τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους. τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι• βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190 οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι• και ο λίθος 'ς όλα επέταξεν επάνω τα σημεία, γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε, τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195 με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο• όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα• δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».
Σαν να εφύσηξαν Τρίτωνες στ' όργανό μου η ομίχλη εσηκώθηκεν ευθύς Λευκοθέας πέπλος από τη Ρούμελη. Εφάνηκαν τόρα οι πλαγιές καταπράσινες, τα χτίρια ροδισμένα, τ' ακρογάλια γελαστά, κατάγλαυκη η θάλασσα. Ο ήλιος χρυσόθρονος ανέβαινε στον αιθέρα, σπέρνοντας παντού στο χόρτο και το λιθάρι, στον άμμο και τα νερά σωρό τις διαμαντόπετρες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν