United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• κ' επέταξεν ωσάν αετός• κ' εκείνου έβαλε θάρρος 320 εις την καρδιά και δύναμι• και του πατρός την μνήμη του ξύπνησε πλειότερα• το αισθάνθη μέσα εκείνος, κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν. κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.

Εισήλθα από την πύλη, και ηύρα πάλιν τον εαυτόν μου ευθύς και εντελώς. Αγαπητέ, δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες· όσο μου ήτο θελκτικό, τόσο μονότονο θα ήτο εις τη διήγηση. Είχα αποφασίσει να κατοικήσω εις την αγορά, κολλητά εις το παληό μας σπίτι. Καθ' οδόν παρετήρησα εις το σχολείον, όπου μια έτιμη γρηά μας εσυμμάζωνε, όταν ήμεθα παιδιά, είχε μεταβληθή εις παντοπωλείον.

Διότι πολλοί οίτινες κοιμώμενοι υπέβλεπον μόλις εκείνο όπερ εν τω ύπνω έβλεπον, ως εφαντάζοντο, ως αμυδρόν φως του λύχνου, ευθύς άμα ηγέρθησαν, ανεγνώρισαν ότι ήτο πραγματικώς το φως του λύχνου• και πάλιν άνθρωποι ακούσαντες εν τω ύπνω ασθενώς φωνήν αλεκτρυόνων και κυνών, όταν ηγέρθησαν, σαφώς ανεγνώρισαν αυτούς . Άλλοι δε και αποκρίνονται κοιμώμενοι εις τας γενομένας εις αυτούς ερωτήσεις . 15.

Εσύ θέλεις περάσει με αυτόν δεκατέσσαρες ημέρες, και εις την δεκάτην πέμπτην, εκεί που κοιμάται θέλεις του αλείψει τα ρουθούνια με μίαν σκόνιν που θέλω σου δώσει, διά μέσον της οποίας ευθύς θέλει αποθάνει, και εσύ θέλεις μείνει διάδοχός του.

Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσατον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475

Από της υγράς οροφής του απέσταζον ρυθμικώς και μονοτόνως κροτούσαι σταγόνες χονδραί νερού, αποκρυσταλλούμεναι ευθύς και σχηματίζουσαι λευκοτάτας, πολυποικίλτους στήλας, ενούσας την βάσιν μετά της οροφής. Πέριξ, εις το βάθος ηνοίγοντο ρήγματα επιμήκη, ελλειψοειδή, φέροντα εις διαφόρους αυτού διαδρόμους.

Η ανθρωπίνη φύσις, εξηκολούθησα, έχει τα όριά της· δύναται να υποφέρη χαρές, θλίψες, πόνους μέχρις ενός βαθμού, καταστρέφεται δε ευθύς όταν ο βαθμός αυτός ξεπερασθή.

Και ούτω λέγοντας έκραξε τον χρεωφειλέτην, και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά, και ελευθερώθη ευθύς εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την γενναιότητα της ξένης έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να ιδούν ποία ήτον αυτή.

Άλλος να τρώη κόταις και καπόνια, και νάχη κάθε 'λίγο και γαλόνια, Και άλλος μες 'στη νύκτα να παγώνη, χωρίς να πιή κρασί μισό &γαλόνι!& Ας ήμουν δυνατός σαν τον Σαψώνα, ν' αγκάλιαζα εκείνη την κολώνα! Να γκρεμισθούν κορώναις και παλάτια, κι' ευθύς ας εγινόμουνα κομμάτια. Χορεύετε και πίνετε και τρώτε, κομψοί μου γαλονάδες και ιππόται.

Ο βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας εφανέρωσε την ζήτησιν του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ διά να μη παρακούσωμεν το πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις τον ορισμόν του, με όλον που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της θελήσεώς μας.