United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήδη προ πολλού εζητήσαμεν τούτο, ότε η ειρήνη διήρκει ακόμη, και επέμψαμεν προς σας διά να ομιλήσωμεν περί της αποστατήσεως· αλλ' ημποδίσθημεν ένεκα της μη παραδοχής σας· σήμερον δε, επειδή οι Βοιωτοί μας προσεκάλεσαν, υπηκούσαμεν ευθύς.

Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα κερία της χώρας της Καρισμίας.

Μα ποιος απ' όσους κατοικούν κάτω απ' το φως του ήλιου τις χάριτές μας δέχεται μ' ολάνοικτες αγκάλες και δεν τις αποδιώχνει ευθύς δίχως κανένα δώρο Κι αυτές με φρύδια σουφρωτά και με γυμνά τα πόδια ξαναγυρίζουν σπίτι μας και μας παραπονιούνται πως άδικα τις στείλαμε να κάνουν τόσο δρόμο.

Ότε επλησίασαν, προτρέξασα η πρώτη, «Ιωάννα», είπε, συμπλέκουσα θωπευτικώς τους δακτύλους εις τους ξανθούς της ηρωίδος μας πλοκάμους, ««σε είδον διστάζουσαν αν ήθελες προτιμήσει του κόσμου τας απολαύσεις ή του μοναστηρίου την ησυχίαν και ευθύς έδραμον, ίνα οδηγήσω το άπειρον βήμα σου εις της αληθούς ευδαιμονίας την οδόν.

Ταύτα αναλογιζόμενοι αμφότεροι ησθάνοντο την ανάγκην συμβάσεως, προ πάντων οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι επεθύμουν να ελευθερώσουν τους εν τη Σφακτηρία συλληφθέντας, εκ των οποίων πολλοί ήσαν πρώτιστοι Σπαρτιάται και συγγενείς των πρωτίστων. Και ήρχισαν μεν τας διαπραγματεύσεις ευθύς μετά την αιχμαλωσίαν αυτών, αλλ' οι Αθηναίοι ευτυχούντες ουδόλως ήθελον να συνθηκολογήσουν με ίσους όρους.

Ήτο ευτυχής η Αρσινόη, ήτο δηλαδή ήσυχος, ότε πρωίαν τινά ευρέθη ενώπιόν της ο Φωκίων . . . Ήτο μόνη . . . Αυτός, προ μικρού επανελθών εκ ταξειδίου, έτρεξεν ευθύς παρά τη φίλη οικογενεία . . . Ήτο τύπος ωραίου ανδρός, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως. Η στάσις του εδείκνυε κάποιαν συστολήν. Η Αρσινόη δεν θα ηδύνατο να εκφράση τι ησθάνθη την στιγμήν εκείνην.

Όμως αυτή ενόμιζε πως της παραλαλώ, κι' ένα ποτήρι μ' έχυνε νερό εις το κεφάλι, και φαίνεται το βρέξιμο πως μ' έκανε καλό, γιατί ευθύς με έπαυε η θέρμη και η ζάλη. Έστεκε κρύον άγαλμα 'στο πάθος μου εκείνη· εγώ επύρασσα κι' αυτή εκύτταζε τους τοίχους, και μάλιστα ετόλμησε και μια φορά η Φρύνη να μου ειπή του φίλου της να γράψω 'λίγους στίχους.

Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο· το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το έλεγεν η ψυχή, βέβαια δεν θα τ' αναγνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισεν ευθύς. Και τότε τα μάτια του εστείρεψαν· ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν.

Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον 40 άκουσα ως εφονεύονταντα βάθη των θαλάμων κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες, ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου, κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος. και ορθόντην μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα 45. τον Οδυσσέα· γύρω τουτον πάτο ξαπλωμένοι κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυροντο αίμα. τώρατην θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι, και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο 50 θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω· αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο, αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε 55 ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους.

Πες τους ότι, αν αφήσουν να μας πάρη το ποτάμι, Ευθύς πάλιν ο στρατός μας είνε έτοιμος να κάμη Ένα ήσυχο σεργιάνι έως εις την Θεσσαλία . . . Πες τους, ότι δεν εχάθη των ελλήνων η ανδρεία, Ότι έχομεν τουφέκια, Κρουπ κανόνια αρκετά, Υποβρύχια, τορπίλλας, και λαμπρά θωρακωτά.