Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αυτοί τον θεόν έστησαν ευθύς την εκατόμβηντον ευμορφόκτιστον βωμόν τριγύρουτην αράδα. Έπειτα χερονίφθηκαν, ταις ουλοχύταις πήραν. Κι' ο Χρύσης μεγαλεύχουνταν, σηκώνοντας τα χέρια· Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις, Και Κίλλαν, και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις. Σε παρακάλεσα προτού, κ' εσύ ακούοντάς με, Κατάβλαψες τους Αχαιούς, και τίμησες εμένα.

Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη, 385 κ' εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων• «Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων. γνώσιν πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει• και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει. ότιτον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία 390 βασιλείς ένδοξοι, κ' εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος. καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα δόστε του, κ' ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι• και όλ' ας τα φέρουμε μαζή για να τα λάβη ο ξένοςτα χέρια του και ολόχαροςτον δείπνον να καθίση. 395 και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνη και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα».

Μ' εγοήτευσεν η αφέλεια και η αγαθότης του. — Κύριε Γεωργάκη, μου είπε μειδιών, διαταγή του αρχηγού θα κινήσωμεν τώρα ευθύς. — Διά πού; — Δεν μας το είπεν ακόμη. Ηγέρθην αμέσως και επορεύθημεν προς την καλύβην. Το χωρίον ήτο εις κίνησιν. Αι γυναίκες εις τας θύρας των οικίσκων απεχαιρέτων τα παλληκάρια, βαδίζοντα ατάκτως με το όπλον επ' ώμου.

Εις την αυλήν διέκρινε πολλούς χωρικούς, άλλους ορθίους, άλλους καθημένους πέριξ μεγάλης πυράς και συνομιλούντας θορυβωδώς. — Ελεήστε μια χριστιανή, είπεν η Μάρω παρακλητικώς, σταθείσα προ του μεγάλου πυλώνος του κήπου. — Έμπα μέσα κόρη μου, έμπα μέσα· της εφώναξεν ευθύς παχουλός χωρικός μ' εύθυμον κ' ερυθρό όψιν· μπάσε και τ' αρνάκι σου.

Ο Κουλούφ ευθύς επήκουσεν εις αυτόν τον ορισμόν, και εκίνησε με τον αρχηγόν, καβαλλικεύοντας ένα άλογον πολλά εύμορφον και στολισμένον με χρυσά άρματα, που ο Βασιλεύς τού το έστειλεν επιταυτού διά να τον τιμήση.

Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη. Ας μπούμε· είναι ταβέρνα. Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι.

Επειδή δε διεδόθη η είδησις ότι εκυριεύθη ο Ορχομενός, ηγανάκτησαν πολύ περισσότερον και εν τη οργή των απεφάσισαν ευθύς, εναντίον της συνηθείας των, ότι έπρεπε να κατεδαφίσουν την οικίαν του και να τον καταδικάσουν εις πρόστιμον εκατόν χιλιάδων δραχμών.

Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς. — Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην. Κ' επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' έκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη. — Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος.

Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα με κάθε τρόπον, και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση τον γέροντα, μα όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης της Αροούγιας ήτον πολύ μεγάλη.

Αυτά είναι τα λόγια που ήκουσα, και έχω χρέος ως φίλος να σε συμβουλεύσω διά καλόν σου· όθεν αύριον ευθύς οπού σου φέρουν τα άχυρα, να σηκωθής και να αρχίσης να τρώγης με όρεξιν και ο αυθέντης από τούτο θα συμπεράνη ότι ιατρεύθης, και μεταβάλλει την απόφασιν ειδεμή και κάμης αλλέως, θα είναι κακόν και ολέθριον δι' εσένα.