Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Ωστόσον η θεράπαιναις 'ς το σπίτι όλα ετοιμάζαν, τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταις 'ς τα μέγαρα υπηρέτραις• των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350 και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν. τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια• η άλλη 'ς τους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355 συγκέρνα η τρίτη το κρασί 'ς ολάργυρον κρατήρα, γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια• και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει• κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360 νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει, ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο. και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι, και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365 'ς το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον, αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370 και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα. και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν μ' άλλα 'ς τον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.
Είπεν ο δήμαρχος· ο Κεριάκος είν' αρρεβωνιασμένος καιρό τώρα, με την κόρη του Κοντοπάνη κ' εσείς τον επήρατε, τον εμεθύσετε για να τονε παντρέψετε με το ζόρι! — Ψώματα! εφώναξε ο Μαρούπας. — Πιο ήσυχα, γέρω, είπε τότε ο ειρηνοδίκης· η αλήθεια θα φανή ευθύς και καθένας θα βρη το δίκηο του. Και επλησίασε τον γαμπρό.
Τότε εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις ένα ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν από το καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις την πρύμνην του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον, και ήλθαν και μ' επήραν, και με έφεραν εις το καράβι τους.
Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν, και αυτού 'ς την άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης, το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο• 180 και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν, χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι.
Η Αροούγια ευθύς εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο οποίος την εδέχθη με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της ερώτησε την αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν.
Λοιπόν η αγάπη σέρνεται 'ς της Τύχης την δουλείαν, αν τότε φίλους αποχτάς 'πού δεν τους έχεις χρείαν. Κ' εάν εις την ανάγκην σου ψεύτιkον φίλον κράζης, εις έχθραν την φιλίαν του θα ιδής 'πού ευθύς θ' αλλάξης.
Αυτή η γνώμη ήρεσε του βασιλέως, και ευθύς επρόσταξε και μας έρριξαν και τους δύο από το παράθυρο εις τον ποταμόν.
Δεν δύναμαι να εννοήσω πώς μπορεί κανένας να είναι τρελλός, ώστε να αυτοχειριασθή· μόνη η σκέψις μού διεγείρει απέχθειαν. — Πώς σεις οι άνθρωποι, ανεφώνησα, διά να μιλήσετε περί ενός πράγματος, επιφωνείτε ευθύς: τούτο είναι ανόητον, τούτο είναι σοφόν, αυτό είναι καλόν, αυτό είναι κακόν!
IB'. — Το τέλος τον πολέμου. Ο νέος Πέρσης βασιλεύς έστειλεν ευθύς ταχυδρόμους προς τον Ηράκλειον αγγέλλων εις αυτόν εκ μέρους του και εκ μέρους τεσσαράκοντα σατραπών της Περσίας, ότι ήσαν πρόθυμοι να συνομολογήσουν ειρήνην. Ο Ηράκλειος εφάνη μεγαλόφρων και μεγάθυμος, όπως κατά τον πόλεμον ομοίως και κατά την ειρήνην.
Και μάλιστα χθες ευθύς άμα εξήλθομεν εδώθεν, μόλις εφθάσαμεν εις τον ξενώνά μας πλησίον του Κριτίου, όπου έχομεν το κατάλυμά μας, και ακόμη πρότερον Δ. | καθ' οδόν ταύτα ακριβώς εσκεπτόμεθα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν