Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Και είχε το ύφος του διστάζοντος ενώ εξέφραζε την ευχήν της αυτήν. Αλλά ταυτοχρόνως ηκούσθη ηδυπαθής συριγμός, ανερχόμενος εις τον γαλανόν αιθέρα. Ήτο απαλός, δροσερός δύναται κανείς να είπη, όπως το ψιθύρισμα μιας λεύκης, όταν σιγαλά σιγαλά φυσά εις τα φύλλα της το πρώτον αεράκι της αυγής.
Τα ποικιλόσχημα σύννεφα, τα πένθιμα ή αραχνοϋφή, τα ποικίλως σχηματιζόμενα και πτυχούμενα, χρωματιζόμενα ή κρεμάμενα, που ταξειδεύοντα διασχίζουν τας γαλανάς του αιθέρος εκτάσεις, αι ροδόχροοι ανατέλλουσαι και δύουσαι Ακτίνες, οι γιγάντιοι της γης όγκοι με τας παραδόξους κορυφάς, ράχεις, και πλευράς των, αι δασόφυτοι χαράδραι, οι ρόδινοι χλοεροί λόφοι, οι αργυρόχροοι ελισσόμενοι ρύακες, οι ορμητικοί καταρράκται, τα ψιθυρίζοντα φύλλα, τα ερωτικώς, φαιδρώς ή περιπαθώς άδοντα πτηνά, οι εκτεινόμενοι κλάδοι, αι σκιαί, τα ρεμβώδη των κήπων μονοπάτια, ο δροσερός αρωματώδης του βουνού αήρ τέρπουν πάσαν ανθρωπίνην ψυχήν και πάσαν φαντασίαν.
Έτσι θρηνούσε, κι' έπειτα βογγούσανε οι γυναίκες. Τότε η Εκάβη δέφτερη τα μοιρολόγια στήνει «Έχτορα, εσύ των σπλάχνων μου το λατρεφτό βλαστάρι, είχες και πρώτα των θεών σα ζούσες την αγάπη, μα και στου χάρου σου έπειτα σε φρόντισαν την ώρα. 750 Τι τ' άλλα μου παιδιά ο γοργός σαν τάπιανε Αχιλέας, αντίκρυ — τον ψαρύ γιαλό περνώντας — τα πουλούσε, στη Νίμπρο ή Λήμνο ή στο νησί της πεφκωμένης Σάμος· μα εσένα σα σε σκότωσε με τ' άπονο κοντάρι, όλο τριγύρω σ' έσερνε στου βλάμη του τον τάφο 755 που τούσφαξες... μα τάχα τι, μην τον ανάστησε έτσι;.... μα κοίτεσαι όμως δροσερός κι' απείραχτος στον πύργο, σαν κάπιος που ο δοξαριστής λες ήρθε γιος του Δία και σπίτι του τον θέρισε με τις πυκνές σαΐτες.»
Ενώ συζητούσανε γι' αυτό το σπουδαίο θέμα, περιμένοντας πάντα την Κυνεγόνδη, ο Αγαθούλης παρατήρησε ένα νεαρό θεατίνο στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, που κρατούσε στο μπράτσο του μια κοπέλλα. Ο θεατίνος φαινότανε πολύ δροσερός, παχουλός, δυνατός. Τα μάτια του λάμπανε, το ύφος του ήτανε όλο πεποίθηση, το ανάστημά του ψηλό, το βάδισμά του περήφανο.
Κι' εκιός τον καστρομαχητή γιο του Πηλιά σαν είδε, 550 στέκει, κι' ο νους του ανάδεβε πολλά ενώ καρτερούσε «Ωχού μου, αν πάρω δρόμο ομπρός στο φοβερό Αχιλέα πέρα όπου σκόρπιοι φέβγουνε κι' οι άλλοι, τότες κι' έτσι με πιάνει σα δειλό κιοτή και το λαιμό μού κόβει. 555 Μα αφτούς στο έλεός του εδώ αν τους αφίσω μόνους, κι' αλάργα απ' το καστρότειχο το βάλω εγώ στα πόδια μέσα απ' τον κάμπο, ως που να βγω απάνου εκεί ως στης Ίδας τις πυκνοδέντρωτες πλαγιές και στα λογγά τρυπώσω, τότες το βράδυ λούζουμαι στα κρύα νερά, και πίσω 560 γυρνάω στη χώρα δροσερός, τον ίδρο ξεπλυμένος ... Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά τ' ανασκαλέβει ο νους μου; Μήπως στον κάμπο οχ το καστρί με δει πως αλαργέβω, και με τσακώσει με γοργό ποδάρι κυνηγώντας· τι τότες πια από θάνατο και χάρο δε γλυτώνω, 565 τι δύναμη ίση σαν κι' αφτόν θνητός κανείς δεν έχει.
Κ' εν τη νεκρική εκείνη της πεδιάδος ησυχία, μόνον τα ξηρά χόρτα και τα φύλλα εψιθύριζον, κινούμενα υπό του ανέμου, όστις έπνεεν από της θαλάσσης δροσερός δροσερός. Η Σμάλτω περιέφερε το βλέμμα πέριξ, εφ' όλων τούτων, ρεμβώδες και ήσυχον.
Σε λίγο σηκώνεται και προχωρεί σιγά σιγά, λίγο λίγο και ξανακάθεται κάπου και μετασηκώνεται, με το αλαφρό χαμόγελο στα άναιμα χείλια . . . Περνά, τρέχει από μπροστά της κανένα παιδί, αγέρας δροσερός, πολυθόρυβος, τα χείλια της γρηάς σαν ν' ανοίγωνται περισσότερο, σαν κάτι να αισθάνεται χαροπό και συνάζει τα ψύχαλα της ζωής που της έμεινε και πηγαίνει μπρος . . .
Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ' άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι. Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ' ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του.
— Μπα μπα σε καλό σου! ακούστηκε πίσω του η φωνή της κόρης. Ακόμα δεν ήρθες κ' έπιασες τη δουλειά! — Δε μένει καιρός για καθισό, Ελπίδα· ούτε στιγμή δε μένει καιρός... Εκεί κάτου στο σπίτι μας μουχλιάζει κανείς· είνε ναρκωμένος ο αέρας. Εδώ φυσάει δροσερός και ζωογόνος. Κεντάει τα νεύρα μου στη δουλειά, σαν το σπιρούνι το γερό τ' άλογο.
Καθ' όλον αυτόν τον χρόνον θα έμενεν ο μυλωθρός και η Μπαμπέττα εις τους συγγενείς των εν Ιντερλάκεν, του είπαν. Ο Ρούντυ επέρασε το Γκέμμι, ήθελε να καταιβή εις το Γκρίντελβάλτ. Δροσερός και φαιδρός εβάδισε προς τα άνω εις τον δροσερόν, ελαφρόν, δυναμωτικόν αέρα του βουνού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν