Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Δέκα ως δώδεκα στρατιώτες από τους πιο διψασμένους του Χουσεήνη, μερικά βήματα μακριά στεκάμενοι στην αράδα, παραβγαίνανε στον αγώνα, ποιος να πρωτομπήξη το γυμνό του μαχαίρι στα στήθια του νέου.
Ετούτος ο ύστερος ήτον πλούσια φορεμένος, και εκρατούσεν εις το χέρι του ένα γυμνό σπαθί βαμμένον από αίμα, ο οποίος εγνωρίζουνταν καλώτατα ότι αυτός εκυνηγούσε τον πρώτον, και πώς επροσπαθούσε μεγάλως διά να τον φθάση· μα το θαυμασιώτερον ήτον, που ήτον τόσον παρόμοιος εις την μορφήν με τον άλλον, που η βασίλισσα μην ημπορώντας να φτουρήση εφώναξε πάλιν· ω Ουρανέ, ετούτος είναι ο άνδρας μου· ήτον και αυτός τόσον θαμπωμένος, που επέρασε πολλά κοντά της χωρίς να την κυττάξη.
Θεός της αγάπης δυνατώτατος· υγιός τον Άρη και της Αφροδίτης θεάς της ωμορφιάς. επαρασταίνονταν σα γυμνό παιδί με τα μάτια δεμένα, με φτερούδες, και αματομένο με δοξάρι και σαγίταις. Κ ρ ό ν ο ς Υγιός του Ουρανού και της Γης· άρπαξε το θρόνο του πατέρα του και τον έδιοξε κόφτοντάς του τα αιδοία με το δρεπάνι. έπαθεν ύστερα τα ίδια από τον υγιό του Δία. Είχε για γυναίκα του την αδερφή του Ρέα.
— Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε. — Είνε ψηλός, λάμπει το μάτι του, και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψη. Φορεί κοντή φουστανέλλα χωρίς λόξαις και κόκκινη χλαίνα, κι' ολόχρυσο θώρακα. Να τος! φεύγει... έκαμε κατακεί.... θ' άρθη πάλι. Ο γέρο-Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς, κ' επροσπάθει να καταπραΰνη τον άνθρωπον.
Ο δρόμος είτανε μαλακός κ' ευκολοπάτητος. Τριγύρω μας ο ήλιος έτρεμε απάνω στα υγρά μούσκλα, στα κλαδιά και στους κορμούς. Τα μονοπάτι έβγαινε κάτω σ' ένα μικρόν κόλπο, που έκοβε τα δάσος εμπρός σ' έναν απότομο βράχο, και στην ακρογιαλιά, όπου είταν αριά τα δέντρα, ο ήλιος έπεφτε πλατιά απάνω στο γυμνό, ανοιχτό και μόλις χλοϊσμένο έδαφος.
Κι άξιζε σταλήθεια να ονειρεύεται τόμορφο το χωριό, γιατί, άφησε που τα σπίτια του στέκουνταν το καθένα και στο περιβόλι του μέσα μέσα, άφησε που τρεχάμενα νερά το δρόσιζαν κι ακούραστα αηδόνια το γλέντιζαν, είταν κ' οι κάτοικοί του πιο ανοιχτόκαρδοι από τους χωριανούς του Παυλή, γεννημένους σε τόπο πιο γυμνό και πιο βουνήσιο, που λεμονιά κι α φύτρωνε, μήτε να φουντώση μήτε να λουλουδίση δε δύνουνταν.
Βγάζει το σπαθί και ορκίζεται ακόμη μια φορά πως ή θα τους σκοτώση ή θα σκοτωθή. Κάνει νόημα στο δασοφύλακα να γυρίση πίσω, και μόνος, κραδαίνοντας το γυμνό σπαθί, μπαίνει μέσ' την καλύβα. Α! τι πένθος αν χτυπήση... Αλλά βλέπει ότι τα χείλη τους δεν αγγίζουν.
Αλλά ποτέ δεν εστάθη τον χειμώνα εις την θύραν της πτωχός γέρων ή γραία, χωρίς να δώση εις αυτόν ολίγαις πήχαις ζεστό μάλλινο ύφασμα διά να ενδυθή· ποτέ δεν ήλθε μητέρα με γυμνό παιδάκι 'ς τα χέρια της, χωρίς να το εφοδιάση με όσα εχρειάζετο· πολλάκις μάλιστα τα έρραπτεν η ιδία. Διά τούτο, όταν η καλή αυτή γυναίκα απέθανε, την εθρήνησεν όλο το χωριό.
Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον• εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην, 'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα. ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605 και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος, και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει. τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας, χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, 610 αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια, πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων. ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης, 'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα. ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615 και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα, 'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω. ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620 ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου. κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις• και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω, ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα• και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625 όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».
Κι' ένα γυμνό σπαθί χωρίζει τα σώματά τους: «Θεέ! τι βλέπω; Πρέπει να τους σκοτώσω; Τόσον καιρό που ζουν μαζύ στο δάσος, αν αγαπιώντανε με τρελλή αγάπη, θάβαζαν να τους χωρίζη αυτό το γυμνό σπαθί; Και δεν ξέρει καθένας, ότι μια ολόγυμνη λάμα που χωρίζει δυο σώματα, είναι εγγύησις και φύλακας αγνότητος; Αν αγαπιώντανε με τρελλή αγάπη, θα κοιμώντανε έτσι τόσο αγνά; Όχι, δε θα τους σκοτώσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν