Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
— Στηρίξου επί του βραχίονός μου και ακολούθει με, είπεν ο Απόστολος. Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους και σωτήρ ημών. Ήλγησας και ενώπιον του πασσάλου του Γλαύκου και ο Χριστός είδε το άλγος σου. Είπες δε αφόβως προς τον Νέρωνα ότι «ο εμπρηστής είναι εκείνος». Και ο Χριστός δεν ελησμόνησε την μετάνοιάν σου. Ο Χίλων έπεσε γονυκλινής, έκρυψε το πρόσωπον εις τας χείρας του και έμεινεν ακίνητος.
Το γέλοιο της αντηχούσε ακόμη όταν μπήκε στην εκκλησιά. Όταν την άκουσε να γελάη, ο λεπρός έφυγε. Η Βασίλισσα έκανε μερικά βήματα μέσ' το ναό. Έπειτα λύθηκε όλο το κορμί της, κ' έπεσε στα γόνατα, με το πρόσωπο χάμω, και τα χέρια σταυρωμένα. Την ίδια μέρα, ο Τριστάνος αποχαιρέτησε τον Ντινάς, σε τέτοιο χάλι που φαινότανε σα να τα είχε χαμένα, και το καράβι του αρμένισε για τη Βρεττάνη. Αλλοίμονο!
Σε μια στιγμή τέτοιας αφηρημάδας του το βλέμμα μου έπεσε σε μια σελίδα του Ορφέως, την ωραίαν τραγωδίαν του ποιητού και σοφού Πολιτιανού, την πρώτην κατά χρονολογικήν σειράν των ιταλικών τραγωδιών.
Το παιδί εμειδίασεν εκ νέου διά το σφίξιμον του δακτύλου, δεν αντελήφθη όμως, φαίνεται, και το νόμισμα και, επειδή δεν το εκράτησε, έπεσε και έκαμε θόρυβον, εκοκκίνησαν δε και οι δύο κατά τρόπον ο οποίος τους επρόδιδε. Οι πλησίον ευρισκόμενοι ηρώτησαν τίνος ήτο το νόμισμα• αλλά το μεν παιδί ηρνήθη ότι του έπεσε νόμισμα, ηρνήθη δε και ο Κλεόδημος, πλησίον του οποίου εκτύπησε.
Και μήτε σηκώνει άλλη ξήγηση· α σήκωνε άλλη ξήγηση, δε θα πεισμάτωνε εναντίον του κανονισμού εκείνου ο Πάπας ο Λεόντιος Πρώτος. Μα γιατί λοιπό δεν έπεσαν αμέσως τα πρωτεία της Ρώμης, θα πήτε, άμα έπεσε ο υστερνός της Αυτοκράτορας στα 476; Έπεσαν τα πρωτεία, και δεν έπεσαν. Ορίστε που τριανταπέντε χρόνια μήτε πρωτεία μήτε δευτερεία δεν της αναγνώριζε ο Πατριάρχης, καθώς και κατόπι πολλές φορές.
— Ευχαριστώ, Πάτερ. Δεν τώχω πολύ διάθεσι. — Πάρε, ευλογημένε, δε θα σε πειράξη. Τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια. — Υγεία και καλή ψυχή! Περαστικά της παπαδιάς. — Ευχαριστώ. Να δώση ο Θεός. Με την ομιλία των αβαπτίστων, ο λόγος έπεσε στη Φραγκιά. Ο Παπα-Παρθένης άρχισε να λέη για τις ταυρομαχίες, που είχε ιδεί μια φορά στη Βαρκελώνα. — Να ιδής, το αίμα, που λες, να τρέχη ποτάμι.
Οι δ' επιβάται σκύπτοντες από των πλευρών του πλοίου έβλεπον την θάλασσαν, και αι γυναίκες έκραζον : ― Έπεσε εις την θάλασσαν! Σώσατέ την! Ο πλοίαρχος διέταξε να χαλαρώσωσι τα ιστία. Εκόπη του πλοίου ο δρόμος, και η λέμβος κατεβιβάσθη. Αλλ' ο άνεμος έπνεε δυνατός και είχομεν ήδη αφήσει οπίσω το άγνωστον εκείνο σημείον, όπου ηκούσθη ο απαίσιος ήχος, όπου η Ανδριάνα ερρίφθη εις το πέλαγος.
Μια βαρειά ντουφεκιά έπεσε στον αυλόγυρο της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το Χωριό. Η χαρά της κάκως της Μήτραινας, ούτε γράφεται ούτε μολογιέται! — Μωρέ τι τρέχει; Έλεγε ο ένας στον άλλο. — Κάποιος ξενιτεμένος θάρθε! Απολογιώνταν. Σε λίγο όλο το Χωριό έμαθε, ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας από τα Ξένα, κι' έτρεξαν να τον καλωσορίσουν.
Μα και με τι μούτρα ν' ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλέον; πού ο Άγιος Γιώργης! Α, όχι· αν δεν εκατέβαινα καλά· μα τόρα πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμι. Πέτρα να εχτύπαγα το λιγότερο θα ερράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε.
Χοίμηξε κατόπι ο γιος τ' Ατρέα 45 με το κοντάρι, κάνοντας παράκληση του Δία, κι' εκεί που πίσω κώλωνε να φύγει, του το μπήγει στου λαρυγγιού τα θέμελα, και σπρώχνει όσο μπορούσε με τη βαριά χερούκλα του, τόσο π' αντίκρυ βγήκε τ' όπλου ο χαλκός διαβαίνοντας τον τροφαντό λαιμό του· κι' έπεσε αχώντας, βούηξαν και τ' άρματα από πάνου. 50 Πώς νιο φυντάνι θρέφει ελιάς ο χωριανός σε θέση 53 ακρότοπη — όπου γάργαρα νερά απ' τη γη αναβρύζουν — πανώριο δροσοστόλιστο, κι' αγέρια το χαϊδέβουν 55 κάθε λογής, και με πυκνά λουλούδια χρυσανθίζει, μα άξαφνα σφίγγει ο άνεμος, κι' ορμώντας τ' αγριοκαίρι όξω απ' τη γούβα το πετάει και χάμου το πλαγιάζει· παρόμια το λεβέντη γιο του Πάνθου κι' ο Μενέλας ξάπλωσε χάμου κι' έπειτα ζητούσε ναν τον γδύσει. 60 Πώς με το θάρρος των νυχιών βουνόθρεφτο λιοντάρι γελάδα αρπάει την πιο όμορφη από σωρό που βόσκει, και με τα δόντια τα σκληρά κρατώντας την της σπάζει το σβέρκο πρώτα, κι' έπειτα τη σκίζει και της χάφτει αίμας και σπλάχνα, κι' όλοι τους — και σκύλοι και τσοπάνοι — 65 γύρω απ' αλάργα σκούζουνε φωνάζουν, μα δε θέλουν ναν του ρηχτούνε, τι χλωμός όλους τους κόβει φόβος· έτσι απ' τους Τρώες κανενός μέσα η καρδιά στα στήθια δεν τόλμαε να προβάλει ομπρός στο μαχητή Μενέλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν