Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Πέρασε πολλή ώρα όσο να λυθή η σιγή κι άμα λύθηκε, δε λύθηκε με λόγια. Η γυναίκα μου άπλωσε μόνο το χέρι της σε μένα και μ' έσυρε στον καναπέ. Έπεσε στην αγκαλιά μου κ' ένα μακρύ αναφυλλητό, που φαινότανε πως έβγαινε από το ίδιο στήθος, μας συγκλόνησε και τους δυο. — Πόσο σε λυπούμαι! ψιθύρισε. Πόσο σε λυπούμαι! — Εμένα; Ξαπολύθηκα από αυτή και την κοίταξα.
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Του τάγματός μας μοναχόν επήγα να ζητήσω, νάχω ‘ς τον δρόμον σύντροφον · κ' εκεί όπου τον ηύρα να περιθάλπη ασθενείς, διά μιας πλακόνουν οι φύλακες της πόλεως· επήραν υποψίαν μη έπεσε θανατικόν, κ' εσφράγισαν τας θύρας, και μας εκλείδωσαν εκεί ‘ς το μολυσμένον σπίτι, κ' εμένα εις την Μάντουαν μ' εμπόδισαν να 'πάγω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Με ποίον έστειλες λοιπόν το γράμμα ‘ς τον Ρωμαίον;
Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.
Μακάριοι εκείνοι εφ' ους, όταν εν λύπη επιβλέπη, ο κύριος επιβλέπει άμα και μετ' αγάπης! Ήρκεσε τούτο ως βέλος εις τα μύχια της ψυχής του έπεσε το άφωνον εύγλωττον βλέμμα της λύπης εκείνης και της μομφής. Τούτο ήρκεσεν.
Είπε μία στιγμή να φυσήξη πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το εγύρισε γρεγοτρεμουντάνα. Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζη· εθυμήθηκε, βλέπεις ο ουρανός πως εχρειαζόμαστε σάββανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι κ' ενόμιζες πως ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνον στην πλώρη αγουριότουν το σκυλί και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.
Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.
Η φήμη όμως διέδωσε και η παράδοσις του μικρού χωρίου διέσωσεν ότι η χήρα η Αλτανού, εκεί οπού εμοιρολογούσεν από πάνω από το όρυγμα ανακαλούσα το τελευταίον ναυτόπουλό της, τον Μανώλην της, το ώμορφο θαλασσοπούλι της, ως τον ωνόμαζε τώρα με τους παθητικούς της θρήνους, η άπαις και έρημος μητέρα, εξαπατηθείσα από τον σχηματιζόμενον αντίλαλον οπού επανελάμβανε γοερώς το γλυκύ όνομά του, έκυψε τόσον πολύ η άμοιρος, ώστε, επάνω εις την έκστασίν της εκείνην, έπεσε μέσα εις αυτό να συναντήση θαρρούσα το τελευταίον παιδί της . . . .
Ύστερα άλλαξε το σκοπό: «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; «Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, «Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.. «Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι.. Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη. Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου, που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο.
Ακολουθών την οδοιπορίαν του, έπεσε την νύκτα εις τους εις Μαχαλάν φυλάττοντας Τούρκους, μη ηξεύρων ότι η θέσις αύτη ήτον πιασμένη απ' αυτούς.
Ο Sordello, ο ευγενικός εκείνος κι ακατάδεχτος Λομβαρδός μας κυττάζει από μακριά σαν ξαπλωμένο λιοντάρι. Μόλις μαθαίνει πως ο Βιργίλιος είναι της Μάντουας πολίτης πέφτει στο λαιμό του και καθώς έμαθε πως είν' ο ψάλτης της Ρώμης έπεσε στα πόδια του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν