Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Και να ήθελε να το κρύψη δεν θα μπορούσε, γιατί ο γέρος ήτον καταμπροστά του. «Αφεντικό, του λέει, κύτταξε τι ηύρα. Μη σου έπεσε;» Ο Γιάννης έκαμε πως έψαχνε στην τσέπη του, κ' είπε: «Τωόντι, εμένα μώπεσε». Και έλεγε σαν αλήθεια, γιατί &του έπεσε& πράγματι στον λαχνό... «Καλά, είπε, θα σου δώσω τα βρεθίκια». Τάρπαξε, και τώβαλε στην τσέπη.

Ο νέος ο κυνηγός δεν άκουσε τα δυο της τα χείλια, μόνο άκουσε τα δυο της τα ματάκια κ' έπεσε στην αγκαλιά της. Χίλια χρόνια βάσταξε το αγκάλιασμά τους και τα φιλιά τους άλλα τόσα. Και σα σήκωσε το κεφάλι του ο κυνηγός απ' τα γλυκά της στήθια, έβγαλε από μέσα απ' την τσάντα του μια τραχηλιά με μαργαριτάρια και την πέρασε στον άσπρο της λαιμό. Η βοσκοπούλα ξαφνιάστηκε.

Ο Χρόνης ανατρίχιασε τον έφαε μαύρο φίδι. Πάει τηράζειτον τορβά, τηράζει και τι βλέπει; Βλέπει το πρώτο του παιδί μικρό παλληκαράκι. Ο νους του σκοτεινιάστηκε, τα χείλια του παγώνουν· Πέφτει στραβός με το σπαθίτο τούρκικο τασκέρι Βαρεί δεξιά, βαρεί ζερβιά, βαρεί μπροστά και πίσω, Σφάζει αρβανίτας δώδεκα και δυο μπουλουκμπασίδες. Αλή Τζεκούρας έπεσε και τρεις επανωθειό του.

Μα κι ο Γότθος γαμπρός του βασιλέα Θεοδάτου, που κατέβηκε με στρατό να τονέ χτυπήση, παραδόθηκε και κείνος. Και τόσο λαφιασμένοι είταν οι Γότθοι, που κι ο ίδιος ο βασιλέας τους άρχιζε και κρυφομηνούσε του Ιουστινιανού πως είναι έτοιμος να παραδοθή, σώνει να παίρνη χρονιάτικο. Χτύπησε τότες ο Βελισάριος τη Νεάπολη, Γότθους γεμάτη, και σε είκοσι μέρες μέσα έπεσε κ' η Νεάπολη.

Τότε μια αχτίδα, που γλύστρησε ανάμεσα από τα φύλλα, έπεσε απάνω στα δάκρυα της όμορφης βασίλισσας, και τα δάκρυά της άστραψαν σαν διαμαντόπετρες. — Εγώ είμαι η ψυχή της βασιλοπούλας, είπε η αχτίδα. Και τα δάκρυα της όμορφης βασίλισσας στέγνωσαν στα ματόκλαδά της, και τα χείλια της χαμογέλασαν πρώτη φορά μέσα στο μεγάλο περιβόλι.

Ιδέ, σκοπεύω τον υιόν σου όστις ίσταται όρθιος εις τα πρόθυρα της οικίας· εάν τον επιτύχω εις το μέσον της καρδίας, οι Πέρσαι θα φανώσιν ότι μωρολογούσιν· εάν δε αποτύχω, θα ήναι φανερόν ότι οι Πέρσαι λέγουσιν αληθή και ότι εγώ είμαι παράφρωνΤαύτα ειπών, ετάνυσε το τόξον και εκτύπησε το παιδίον, αφού δε τούτο έπεσε, διέταξε να το σχίσωσι και να εξετάσωσι την πληγήν.

Άρχιζεν έτσι: Αγαπητέ μου, φίλτατε, έλα όσον δυνηθής γρηγορώτερα, σε περιμένω με χίλιες χαρές. — Ένας φίλος, που ήλθεν εκείθεν, έφερε την είδησιν, ότι εξ αιτίας κάποιων περιστάσεων δεν θα επιστρέψη τόσο γρήγορα· το γραμματάκι έμεινεν εκεί και μου έπεσε το βράδυ στα χέρια.

Μόλις είχα πουληθή, αυτή η πανούκλα, πούχε κάμει το γύρο της Αφρικής, της Ασίας, της Ευρώπης, έπεσε στο Αλγέριο με μανία. Έχετε δει σεισμούς· αλλά, δεσποινίς, πάθατε ποτές πανούκλα; — Ποτές! απάντησε η βαρωνέσσα. — Αν την παθαίνατε, επανάλαβε η γριά, θα ομολογούσατε, πως είναι πολύ χειρότερη από ένα σεισμό. Είναι πολύ συνειθισμένη στην Αφρική· κόλλησα.

Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά. Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς.

Ξέρεις τι τρέχει; λέγει έτερος. Ο Μπάρμπα-Σταύρος θα είνε τώρατη φωτιά του καιτην Κρατήρα του, και εμείς ψάχνουμε του κάκου. Δεν βλέπετε; Νά, άλλο σημάδι δεν υπάρχει. Θα γύρισε πίσω. Παιδί ήτανε να χαθή; — Μα σου λέγει, έπεσε. Προσθέτει έτερος. — Ε, καλά· πού έπεσε; Αίφνης εκεί οπού εξήταζε τα πέριξ ο Κομποδήμος, κράζει: — Σωπάτε! σωπάτε!

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν