United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μολαταύτα δεν είναι ανάγκη να μακραίνουμε περισσότερο το λόγο για το ρεαλισμό του Σαίξπηρ. Η Τρικυμία είναι η τελειότερη απ' όλες τις παλινωδίες.

Η αγάπη μας γίνεται μέσα μας Γιάγος. Μήτε τρικυμιά μήτε θόρυβος κανένας με ταράζει, μήτε κανένα μίσος με θερίζει. Αξεδιάλυτη λύπη, που μου περεχύνει την ψυχή, μου έρχεται όταν τη συλλογιούμαι. Πόσο την αγαπώ!

Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη• εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας• και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσετην αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμάτα πλοία. 5 ήλθαν κ' εκάθισαν μαζήτους στιλβωμένους λίθους. και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρητην πατρίδα• τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει• 10 «Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα νεόφερτοςτα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου, ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».

Φυσούσε δυνατός αέρας και φυσικά τη στιγμή αυτή κάθε άλλο είτανε παρά ευχάριστος, όχι τόσο γιατί έκανε ενοχλητικό το ταξίδι, όσο γιατί μια τρικυμία στα δυτικά ακρογιάλια δεν είναι το καταλληλότερο μέσο να σβήση μιαν αντιπάθεια προς τη θάλασσα, όταν υπάρχει.

Ουρανός θυελλώδης και φλεγόμενος εκ των κεραυνών, ωκεανός εν τρικυμία, με τα κύματα ως όρη, δεν παρέστησαν τρομερώτερον θέαμα, από την θύελλαν και την τρικυμίαν ενός λαού. Ο χρυσός είνε ο διαβολικότερος φακός, διά του οποίου θεώμενα τα πράγματα, φαίνονται εις τους οφθαλμούς του ανθρώπου, τα μεν ανάποδα όρθια, τα δε όρθια κατωκέφαλα.

Θαυμάζεται εις την «Τρικυμία» η τεχνική οικονομία του δράματος, μ' όλον ότι, καθώς ορθά επαρατηρήθηκε, λείπει η πλοκή. Η πλοκή, η οποία ζητάται, υπάρχει εις όσα συνέβηκαν πριν αρχίση η πράξις· και τούτη πάλι άλλο δεν είναι ειμή η λύσις εκείνης της πλοκής.

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνην Οδυσσέας• 240 «Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. κάποιο νησίτα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιοτην γωνιά της πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας με τον λευκό του κεραυνό σχίσειτο μαύρο κύμα. 250 και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραντης Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή μου. κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 αλλ' ότε ο χρόνος όκτατοςτον κύκλο του μ' ευρήκε, τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα της γης σας όρη• εχάρηκετα στήθη μου η καρδία του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμάτην γην σας εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και απάνεμος•του ποταμού την άκρη έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα και κάτω από χαμόδενδρατα φύλλα στοιβασμένα 285 πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• αυτούτα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290την όχθη• και ώμοιαζε θεάτην μέση τους εκείνη•αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι εφέρθηκεν, ανέλπιστατην νέαν ηλικία• και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».

Ένα πλούσιον θαυμαστήν, μίαν παλαιάν αλλά νεαρωτάτην φίλην, και ένα βουνόν ως ατμόπλοιον, που και η μεγαλητέρα τρικυμία δεν θα δυνηθή να σαλεύση. Και με την πεποίθησιν ταύτην, ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω ποδί, ηδονικώς θεώμενος την υπερήφανον του πλοίου πορείαν, το οποίον, ανασπάσαν εν τω μεταξύ την άγκυραν, εξήρχετο των στενών του Πειραϊκού λιμένος.

Έχετε να πάθετ' απ' εμένα, θα σας παιδεύσω και ταις δυο, ώστε ο κόσμος όλος... θα κάμω πράγματα εγώ... Δεν 'ξεύρω τι θα είναι, αλλά θα είναι πράγματα, οπού η γη να φρίξη! Να κλαύσω περιμένετε; Α! όχι, δεν θα κλαύσω. Να κλαίω έχω αφορμήν. Αλλά κομμάτια χίλια να την ιδώ καλλίτερα να γίνη την καρδιάν μου, παρά να κλαύσω! — τρελλέ, ο νους μου θα μου φύγη! ΚΟΡΝ. Η τρικυμία προχωρεί. Εις τα σκεπά ελάτε.

Θέλω τον Ληρ να εύρω. ΙΠΠΟΤ. Δος μου το χέρι, φίλε μου. Άλλο να 'πής δεν έχεις; ΚΕΝΤ. Ολίγα έχω να ειπώ κ' έχω πολλά να κάμω. Εγώ πηγαίνω απ' εδώ, πήγαιν' απ' άλλον δρόμον, κι' όποιος τον Ληρ πρωτοϊδή τον άλλον ας φωνάξη. Έτερον μέρος της αυτής αδένδρου εξοχής. Η τρικυμία εξακολουθεί. ΛΗΡ Φύσ', άνεμε, και μάνιζε, σκάσε τα μάγουλά σου!