Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Τα πήραμε γιατ' είμαστ' Ευμορφόπουλοι!... Η κυρά Πανώρια, βλέποντάς τον έτσι εσώπαινε· δεν ήθελε να τον δυσαρεστήση. Μα δεν παραδεχότανε και τα λόγια του. Πήγαινε συχνά στο σπίτι της Ελπίδας. Έπαιρνε μάλιστα και το Δημητράκη μαζί της, όσο ήταν μικρός και παίζανε τα δυο παιδιά. Μα εκείνος όσο μεγάλωνε μπολιαζότανε από τα λόγια τ' αδερφού του. Δεν ξαναπήγε μαζί της· δεν ήθελε να την ξέρη.

ΓΙΑΓΙΑ Αν σ' άκουγε κανείς να λες τέτοια λόγια για το Σταύρο μας, ποιος ξέρει τι μπορούσε να βάλη με το νου του. Είτανε κανένα παραλυμένο το παιδί; Είχε τίποτα κακές συναναστροφές; Άφινε ποτέ το σπίτι του, για να τρέξη και να μπερμπαντέψη στους δρόμους; Τίποτ' απ' αυτά, το καημένο μου. Αυτό ένα δρόμο είξερε, σκολειό και σπίτι, σπίτι και σκολειό.

Μάνα, δεν θα φέρης τα ρουχάκια του, να ταλλάξουμε; . . . Πού είν' η Αμέρσα; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε. — Πού είναι η Αμέρσα, μάνα; επανέλαβε, ψαύσασα τον αγκώνα της μητρός της η Δελχαρώ. Η Φραγκογιαννού ανετινάχθη ως να την έθιξεν άκανθα ή κέντρον νάρκης. — Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας!. . απήντησε.

Δεν πειράχτηκα! είπε ο Γιώργης με καλωσύνη τώρα. Μη με ξεσυνερίζεστε. Στο σπίτι είπα! Τα λίγα λόγια που είχε πει τον κουράσανε. Έβαλε την απαλάμη στο στήθος του κ' έγειρε το κεφάλι του απάνω στο στήθος του φίλου του. Ξεκινήσανε.

Πηγαίνω και γω κάποτες να διώ, τρέχω με τους άλλους, και μάνι μάνι γυρίζω πάλε σπίτι με το βαποράκι που κατεβαίνει τον ποταμό. Τέτοια κ' η ζωή μου. Έρχουμαι από τα πανηγύρια κι από τις χαρές, και να που βρέθηκα με μιας ολομόναχος στην έρημη τη σπηλιά. Κατοικούσα παλάτι λαμπρό· το είχα χτίσει ο ίδιος. Έβαλα μέσα πλούτο και θησαβρούς, έβαλα χρυσές ελπίδες και μάνταλο χρυσό. Έβαλα μέσα ό τι είχα.

ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ο Αργείος κ' εγώ κι ο Θεσσαλός ο καβαλλάρης Άπις κι ο στρατιώτης Κλεύνικος ετρώγαμε στο σπίτι. Τους είχα σφάξει δυο πουλιά και χοίρο του γαλάτου, είχα κι ανοίξει βίβλινο κρασί τεσσάρων χρόνων πούλεγες μόλις τώφεραν από το πατητήρι. Εκεί που εσιγοπίναμε μας ήρθε και να πιούμε καθένας κάποιου στην υγειά και να τον νοματίση.

Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδατην κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85 τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη. αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι, τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν, και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι. να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90 εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων, ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε. και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95 και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε• Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι, και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα• ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100 όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του, σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, 'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».

Τι να κάμη; Πώς να περάση τέτοια χρονιάρα μέρα; Τι εσοφίσθη; Της Κοκκώνας το σπίτι, το οποίον εφοβούντο τα παιδία της πολίχνης, και το οποίον δεν αγίαζαν οι παππάδες όταν κατήρχοντο από την άνω συνοικίαν με τους σταυρούς, ήτο κατάλληλος σταθμός διά να κρυβή κανείς και να περάση ως καλικάντζαρος, επειδή το εκαλούσαν η ημέραις, αφού μάλιστα χάριν των ημερών αυτών θα το έκαμνε και ο Παλούκας.

Και τους είπε τότε, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο για τη θάμαξη που θάκαναν και με μιαν ομιλία που τους φάνηκε πως άκουγαν το διάκο να διαβάζη το Ψαλτήρι, πως η Παναγία αυτή που δεν υπάρχει ομοία της εις όλην την οικουμένην ήρθε μόνη της κ’ εζωγραφίσθη μέσα σε μιαν καμάρα ως είδος χάλασμα απ’ τους χρόνους των Εθνικών κ’ έπειτα εκτίσθη η εκκλησία από αμνημονεύτων αιώνων· και κάτω απ’ τον ασβέστη είναι όλο και Άγιαι Εικόνες ιστορημέναι δια χειρός των αγγέλων και ωσάν να είχαν κατεβή οι Άγιοι κατά σάρκα εκ των ουρανίων σκηνωμάτων εν όλη των τη δόξη και λαμπρότητι και στέκουν ορθοί κατά σειράν και τάξιν, εκ δεξιών και εξ ευωνύμων του θρόνου της Παναχράντου Χριστοτόκου· επειδή παλαιόθεν δεν υπήρχε το τέμπλον και ο ιερός ναός ήτον αδιαίρετος καθώς η μία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. . . Και πήρε δρόμο, ο γέρος εκκλησιάρης, έτσι για τον εαυτό του, σα να διάβαζε ένα παλιό συναξάρι, χωρίς να προσέχη αν τον καταλάβαιναν οι δυο γυναίκες που τον ακούγανε μανοιχτό το στόμα και με σταβρούς η θεια Ελέγκω κάθε τόσο. .κ’ έπειασε να τους αναφέρη για την παλιά ιστορία: γιατί ασβέστωσαν την εκκλησία και πως απόμειν’ έτσι ασβεστωμένη και δεν την ανιστορούσε ο Παππά-Βουλέτης που ήτον ιδιοκτήτωρ όπως του τάχε διηγηθή η μητέρα του που εχρημάτισεν οικονόμος του γέροντος Παππά-Βουλέτη, θείου προς πάππου του τωρινού και πρώτου κτήτορος, εκ Σφακιών της Κρήτης, ο και αγοράσας αυτός τον ιερόν ναόν για χίλιες σφάντζικες κ' ήταν και κελλιά πολλά με μάρμαρα λαμπρά, διότι ήτον μοναστήρι σεβασθείς υπό των Τούρκων δια θαύματος της μεγαλόχαρης, ώστε έπεσαν κ’ οι άπιστοι Αγαρηνοί κ' επροσκύνησαν την θαυματουργόν Εικόνα της. . κι ακόμη φαίνονται οι κολώνες και τα μάρμαρα οπού ήτον άλλοτε. . . Έτυχε και πέθανε η Παππαδιά του πρώτου Παππά-Βουλέτη και αυτός συμβουλευθείς από τον Πειρασμόν, επήρε στο μήνα μέσα μιαν εξαδέρφισσάν της χήραν πολλά καλλίμορφον στο σπίτι του και ο τότε Μητροπολίτης τον έκαμε αργόν για ένα χρόνο.

Θα πάω να ψάξω στο σπίτι σας και μετά θα το σκάσω για τις μεγάλες πόλεις!» «Νομίζεις πως στις μεγάλες πόλεις καλοπερνάνε;», ρώτησε η ντόνα Ρουθ με ύφος σοβαρό και η ντόνα Έστερ, που είχε αδειάσει στο μεταξύ το γάλα και επέστρεφε το δοχείο στη Νατόλια με ένα νόμισμα μισής πέζας μέσα για φιλοδώρημα, σταυροκοπήθηκε: «Ο Θεός να μας φυλάει

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν