Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


ΠΡΑΞΙΝΟΗ Έτσ' ήθελε ο τρελλός μου εδώ στα πέρατα της γης ναρθή φωλιά να πιάση, γιατί δεν είνε σπίτι αυτό· κι αυτό, μόνο και μόνο για να μην είμαστε κοντά στη γειτονιά την ίδια. Πάντα του τέτοιος, φθονερός, παράξενος, γρυνιάρης. ΓΟΡΓΩ Δεν πρέπει για τον άντρα σου να λες αυτά τα λόγια μπρος στο μικρό. Για κύτταξε, καλέ, πώς σε κυττάζει. Έννοια σου, Ζωπυρίων μου, δεν λέει για τον παπάκη.

Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη. — Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι. — Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε.

Εάν κάποιος μου επέτρεπε να του σφίξω το μικρό του δαχτυλάκι εγώ του έστριβα όλο το χέρι. Και έπειτα οι άντρες της ράτσας Πιντόρ, το ξέρετε δα ντόνα Έστερ, είναι υπερήφανοι….» «Εάν έρθει ο ανεψιός μου, Έφις, θα του πω όπως στους ξένους: κάθισε, είσαι σαν στο σπίτι σου. Θα καταλάβει όμως πως εδώ θα είναι φιλοξενούμενος…Τότε ο Έφις σηκώθηκε τινάζοντας από το παντελόνι του τις σχίζες του ξύλου.

Είτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ' έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη! Και μήτε την ξαναείδα... Δεν ξέρω πώς τα βάσταξε τα βάσανα του μοναστηριού.

Κι' απ' όλο τούτο τ' ανεμόχολο και τον καταποτήρα, που παράσυρε το σπίτι του ξύρριζα, γλύτωσε ο Ζώης μοναχά κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, οπού δεν είχε προφθάσει να την παντρέψη κι αυτή. Και μαζί με τους ανθρώπους του και με την ευτυχία, παν κ' η μεγάλες ιδέες του δύστυχου κ' οι πόθοι του για ψηλά σπίτια και γι' αρχοντική καλοπέραση.

Και στραφείς, μετά σπασμωδικώς κινουμένων χειλέων, προς τον περί ου ελάλει, — Σε προστάζω, τον είπον, να μη ξαναπατήσης εις το σπίτι μας! — Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου, μετ' απερίγραπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ' ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελλός ο καϋμένος!

Εκεί απάνω απάγγειλε και δυο τρία ρητά. — Στου Δημήτρη, στου Δημήτρη να πρωτοπάς, γέροντα, είταν τα πρώτα λόγια που μπόρεσε και ξεστόμισε ο Μιχάλης ύστερ' από τόση αμιλησιά. — Στου Δημήτρη. — Και σφούγγιζε τα βρεμένα του μάτια. Ξεκίνησαν αμέσως κ' οι τρεις τους. Τα δυο ταξαδέρφια κατά τα λιόδεντρα, ο Πάτερ Χαράλαμπος προς του Δημήτρη το σπίτι.

Έβγαλεν αμέσως τα μεταξωτά φουστάνια, έκλεισε τα χρυσαφικά σ' ένα κοχυλοστόλιστο κουτάκι κ' έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο μεσοφόρι και τον άσπρο σάκκο της όλη αρμονία και χάρις. Ωιμέ τ' ήταν εκείνο! τι πλάσμα ήταν εκείνο που έπεσε δώρον τ' ουρανού ή του κυμάτου γέλασμα στο σκυθρωπό σκαφίδι μας! Άλλαξεν ευθύς η έρμη ζωή του ναύτη. Το καράβι έγινε σπίτι της.

Εγνώριζεν όμως ότι προ πολλού ο κτύπος του αργαλειού, ο οποίος άλλοτε τόσον τον συνεκίνει, είχε σιγήση και τα άνθη του παραθύρου είχαν παραμεληθή, πέπλος δε κατηφείας εσκέπαζε το σπίτι εκείνο, το οποίον τόσον εφαίδρυνεν άλλοτε η εύχαρις μορφή της Πηγής. Ενόμιζες ότι η απαισία φεσάρα του βλοσυρού γέροντος είχεν εκταθή εφ' όλου εκείνου του οικήματος και αποπνίξη πάσαν χαράν.

Και ο Έφις σχημάτισε ξαφνικά την εντύπωση ότι οι δύστυχες κυράδες του είχαν βρει επιτέλους ένα στήριγμα, έναν προστάτη πιο ικανό από εκείνον. Α, δοξασμένο το όνομα του Θεού! Δεν εγκαταλείπει τα πλάσματά του. Τότε ξαναζωντάνεψαν οι παλιές του ελπίδες ξαφνικά: να παντρευόταν ο ντον Πρέντου τη Νοέμι, να ανασταινόταν από τα ερείπια το σπίτι των Πιντόρ.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν