Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Κοίταξε λοξά τη μαμά και χαμογέλασε: — Την έφτιαξα της Άννας. Κρύφτηκα πίσω από τα χαμόκλαδα και δεν μπορούσε να με δη. — Αλήθεια! το έκαμες αυτό; είπε η μαμά. Προχωρήσανε κι οι δυο στο σπίτι, σα δυο συνένοχοι ευχαριστημένοι που πετύχανε το κόλπο τους και φυσικά το αποτέλεσμα είτανε πως αυτό το βράδι έπρεπε να βάλη μόνη της η μαμά το μικρόν να κοιμηθή.
Να το γκρεμίση από τα θεμέλια του το χαμηλόσπιτο που εγεννήθηκε και που τ' άφηκε μαζί με την τέχνη και με τ' αργαστήρι ο σχωρεμένος ο πατέρας του ο γέρω Αζώηρος, και να χτίση απανουθιό του μεγάλο κι αρχοντικό σπίτι, σεράι ολάκερο με τρία και με τέσσερα πατώματα.
Δεν μπορούσε να είναι βροντή, γιατί σύννεφο δεν είχε στον ουρανό. Δεν προφτάξαμε να ρωτήξουμε ένας τον άλλον τι είναι. Βλεπιούμαστε αμίλητοι και χλωμοί. Ό,τι σάλεψε τα χείλη του ο γέρος να μας πη κάτι, κι άρχισε να τραντάζη όλο το σπίτι, αρχίσανε να τρίζουν όλοι οι τοίχοι. — Σεισμός! κρυφοφώναξαν οι γυναίκες. Σαν τρελλοί σηκωθήκαμε και τρέξαμε κατά τη θύρα του ηλιακού.
Και άξαφνα έδειχνεν έκφρασι ικανοποιητική του εγωισμού της και φοβεριστική σύγκαιρα σαν να έλεγε: Κύταξε καλά· αν θελήσω αλλοίμονο και τρισαλλοίμονο εσένα και το σπίτι σου!... Και σκύβοντας έχωνε το ράμφος στα στήθη της, εσήκωνε τα λιανοπούπουλα του προσώπου σαν αγκυστρωτά λεπίδια, εγούρλωνε τα μάτια κ' έπαιρνε θηρίου μανισμένου στάσι, λέγεις και ήθελε να κάμη φοβερό κακό και αδύνατη εξέσχιζε τα κρέατά της να ξεθυμάνη.
Εν τη θέρμη της λογομαχίας των, είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις την επάνω συνοικίαν, και ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα. Είχον σταματήσει εκεί και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνη τον Αγγελήν.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κυρά, επροδοθήκαμε! πονώ κ' εγώ μαζύ σου! ο άνδρας σου μας πρόσβαλε, κι' από του Ερεχθέως, με κάθε τρόπο δολερό, το σπίτι θα μας διώξη• δεν θέλω μ' όσα θα σου ειπώ τον άνδρα σου να βρίσω.
Σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε κοιτάζοντας αυστηρά κατά πρόσωπο τον Έφις∙ και οι άλλες δυο τον κοίταζαν. «Το καταλαβαίνεις; Έτσι, απλά, σαν να έρχεται στο σπίτι του!» «Τι λες;», ρώτησε η ντόνα Έστερ, βγάζοντας ένα δάχτυλο μέσα από τον κόμπο που έκανε το σάλι.
Τα έμμορφα χωράφια της απλώνει απ' τώνα μέρος από εκεί που ο Ήλιος τα άλογα του ζεύει κατά των Μολοσσών τη γη, κι' από το άλλο μέρος προς το Αιγαίον απλώνεται και προς το Πήλιον κάτω όπου στης παραλίες του δεν βρίσκεται λιμάνι. Τώρα το σπίτι του άνοιξε για να δεχθή τον ξένο αν και το μάτι του είναι υγρό ακόμη από το δάκρυ για την γυναίκα που έχασε προ λίγης ώρας τώρα.
Τότε ο Έφις τον κοίταξε από κάτω προς τα επάνω με πόνο και περιφρόνηση. «Έχεις μούτρα και το ρωτάς; Και γιατί βρίσκεσαι τότε ακόμη εδώ εάν δεν ξέρεις τι έχεις κάνει; Εγώ δεν θα σου πω τίποτα, δεν θα σου ζητήσω τίποτα γιατί δεν έχεις τίποτα. Ούτε καρδιά δεν έχεις! Ήρθα μόνο να σου πω ότι δεν πρέπει να ξαναπατήσεις το πόδι σου στο σπίτι τους!» «Δεν χρειαζόταν να κάνεις τον κόπο!
Αλλά που αυτές ! αμ δε θάναι σπίτι τέτοια μέρα!. . . Αν δεν τις βρω, να περάσω να πω της Ευρυδίκης;. . Δεν τη θέλεις;-Μα δεν μπορείς να μείνης και μονάχη σου ! μήπως και θελήσης τίποτα ως που να γυρίσωμε με τη Λιόλια.,. Τάχεις όλα κοντά σου, ό,τι σου χρειάζεται; -Δε θαργήσωμε ! Και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν