United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με ποίαν τέχνην λοιπόν θα ηδύνατο και αυτός να διευθύνη τόσον καλά το σπίτι του, με την τέχνην της δικαιοσύνης ή με καμμίαν άλλην; — Με την δικαιοσύνην, δεν υπάρχει αμφιβολία.

Ανέβηκα το χωριό τρέμοντας ολομόναχη μέσα στα σκοτεινά. . . Όνειρο μέσα στόνειρο πρέπει να είταν! Ως τόσο να τον ο δρόμος μας! Να την η θύρα μας! Μισοφέγγει ένα παράθυρο και το βλέπω το σπίτι μας. Το βλέπω, και να φωνάξω δε μπορώ να μου ανοίξουν .... Τουρτουρίζουν τα δόντια μου! Σύγκρυα με περέχυσε ο βλογημένος ο Κωσταντής!

Πρόκειται για......», και πρόσθεσε μετά από μια στιγμή δισταγμού, «πρόκειται για μια ξεκάθαρη απάντηση που πρέπει να του δώσουμε, ότι στο σπίτι μας δεν υπάρχει θέση για εκείνον

ΑΝΤΩΝ. Ο λόγος του αξίζει περισσότερο από τη λύρα τη θαυματουργή! ΣΕΒΑΣΤ. Αυτός εσήκωσε όχι τα τείχη μοναχά, αλλά και τα σπίτια. ΑΝΤΩΝ. Ποιό άλλο πράμμα από τα αδύνατα θέλει του φανή πάλι εύκολο; ΣΕΒΑΣΤ. Μετακομίζει σπίτι του, θαρρώ, τούτο το νησί, στην τσέπη του, και το χαρίζει μήλο του παιδιού του. ΑΝΤΩΝ. Και σπέρνοντας στη θάλασσα τους σπόρους του βγάνει όξω και άλλα νησιά. ΓΟΝΖ. Πώς;

Κι ο Χαγάνος δε θα μας τόκανε τέτοιο κακό! . . . Και μαζί με το Δημητράκη φύγανε από το χτήμα· φύγανε κι από το σπίτι τους. Δε θέλουν να τον ξέρουνε τον Αριστόδημο. Ο Χαγάνος άκουσε προσεχτικά τα λόγια του δούλου του. Έπειτα έβαλε τα γέλοια. — Δεν είνε για ζωή κι αυτός· εσυμπέρανε, δεν είνε για ζωή. Κρίμα στον πατέρα του· μα ένας ήταν κι αυτός. Οι άλλοι ξέπεσμα, ξέπεσμα! δε θέλει λύπηση ...

Αυτός ο άνθρωπος όμως μου είπε: θα σε κρατήσω τζάμπα στο σπίτι μου, θα σου δώσω στέγη και τροφή όταν θα έχω, εσύ όμως θα πρέπει να στρωθείς στη δουλειά για να πληρώσεις το χρέος σου

Ταυτόχρονα όμως είδα πως η ιδέα αυτή γέμιζε τη γυναίκα μου με τόση μαγεία, ώστε δεν μπορούσα να πω όχι. Γι' αυτό είπα ναι και την έσφιξα στο στήθος μου για να κρύψω τη δυσθυμία μου. Όταν όμως γυρίζαμε στο σπίτι, σ' όλην την ύπαρξη της Έλσας είτανε χυμένο κάτι σα λάμψη νεανική. Δεν είχε νοήσει τίποτε από κείνο που αιστανόμουνα πραγματικά.

Ο καϋμένος ο Αντωνέλλος, ο άγριος, ο ακοινώνητος, ήτο πεπρωμένον να λάβη μίαν από εκείνας τας πληγάς, οπού μόνον ο θάνατος θεραπεύει. Ήτο ήσυχος, μόνον είδωλόν του εις την καρδίαν του έχων την αδελφήν, όταν έξαφνα . . . Κατά το διάστημα της διαμονής των εις το νησάκι των, εβλέποντο πολύ συχνά εις το σπίτι ο ένας του άλλου.

Και όσο γερνούσαν τα κορίτσια του, τόσο περισσότερο ο ντον Τζάμε απαιτούσε από εκείνες μεγαλύτερη αυστηρότητα στο ήθος. Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του. Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.

Από το κλάψιμό της το πολύ, από το πολύ παράπονό της, από τα τόσα δάκρια της, την έχει πιάσει μια νευρική ταραχή, τινάζεται απάνου στο κάθισμά της ξαφνικά, κοιτάζει γύρο της ολοένα κι όλο μου λέει πως φοβάται, πως πολύ φοβάται, κάτι αόριστο φοβάται που τριγυρίζει το σπίτι. Φαντάσματα λέει, στοιχειά, ξωτικά, δεν ξέρω και γω τι λέει. . . Πιστεύω, πως είναι από τη λύπη της.