Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.
Ανθίζουν οι μυγδαλιές, βλαστάνουν τα δέντρα, ξανανιόνουν τα πουλιά, γελά η φύση, αγάπη μεγάλη χύνεται και πλημμυρίζει όλη την εξοχή. Τα λιοστάσια αφίνουν το χειμωνιάτικο σταχτή χρώμα τους, πρασινίζουν κι αχτινοβολούν στον ήλιο, τα σιτάρια υψόνονται, το χορτάρι και το τριφύλλι μεγαλόνει, η δροσιά το λούζει, από μαργαριτάρια γεμίζει ο κάμπος.
Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει• 'ς την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο, αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα, κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, 265 και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι, και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι• και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν• 'ς αυτόν εχάρη και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας. με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος• 270 ουδ' έκλινε τα βλέφαρα 'ς τον ύπνο, ενώ την Πούλια και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση, και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας, η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. 275 ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία, εκείνην έχοντας ζερβιά 'ς τα πέλαγα να πλέη.
Ένα τοσοδά δεντράκι και σε λίγα χρόνια φούντωσε και θέριεψε κι' αγκάλιασε τον αέρα και γέμισε πουλιά και τραγούδια και άπλωσε ήσκιους και δροσιές. — Λεβέντικο δέντρο!... έλεγε ο Πέτρος ο Βάγιας, σα γύριζε τα μάτια και την καμάρωνε. Λες και δυνάμωσαν τα σωθικά του απ' το ξανθό πιοτό, που το στραγγούν στις ρίζες του οι μερακλήδες. Και τώρα λες πως το τραβάει η καρδιά του.
Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς. Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα.
Ο Διονυσιοφάνης τους κρατούσεν όλους να καθίσουν ύστερ' από τη χαρά και στη γιορτή· κ' είχεν ετοιμαστή πολύ κρασί, πολλά ψωμιά, πουλιά του βάλτου, γουρουνάκια γαλατερά, γλυκίσματα λογιών-λογιών· κ' εθυσιάζονταν πολλά σφαχτά στους θεούς τους προστάτες του τόπου.
Και καθώς λοιπόν όλα ήτανε στην όμορφη ώρα τους, κι' αυτοί, σαν τρυφεροί και νέοι που ήταν, εμιμούνταν όσα άκουαν κ' έβλεπαν. Ακούοντας τα πουλιά να κελαδούν, τραγουδούσαν· βλέποντας ταρνιά να χοροπηδούν, αλαφροπηδούσαν· και κάνοντας τις μέλισσες, σύναζαν τάνθη· κι' απ' αυτά άλλα τάβαναν στα στήθια τους κι' άλλα, πλέκοντάς τα στεφανάκια, τα πήγαιναν στις Νύμφες.
Με αυτό θέλετε να πάγω να με καμαρώση η αυλή και ο Βασιληάς; — Δεν είνε τα πουλιά τόσον ανόητα, όσο τα πιστεύει ο κόσμος, απήντησε το αηδόνι. Δεν θα σου έλεγα να στολισθής, αν δεν είχαμε φροντίσει να ετοιμάσωμεν τα στολίδια. Έχομε φιλία με μεταξοσκούληκα και τα εβάλαμεν να δουλεύουν όλην την νύκτα για να σου κάμουν αυτό το φόρεμα όπου δεν έχει δεύτερο στην οικουμένη.
Βλέπω πώς γύρω οι ράχες, τα σπαρτά, τα δέντρα, ο κάμπος ήσυχα απλωμένα, στου δειλινού το αεράκι δροσισμένα την όμορφη ώρα χαίρονται τερπνά. Πώς το ποτάμι σιγαλά κυλώντας με τις ακτίνες παίζει τις στερνές, πώς τα πουλιά πετούν, οι θεριστές το χλωρό χόρτο κόβουν τραγουδώντας.
Ολόγυμνη η χαλκόμαβη χυτή σου κορυφή, στα πλάγια σου σα με χλωρά σμαράγδια αριοντυμένο, έτσι χρυσό στο δειλινό καθώς έχεις βαφή, ωσάν ολόφωτο όνειρο φαντάζεις υψωμένο. Ολόρθο ολόφωτο όνειρο που η κορυφή ψηλά ανένοιαστη αν στα πόδια της κοιλάδα πρασινίζει κι αν τραγουδούνε τα πουλιά και το νερό κυλά, ατάραχη προς το γλαυκό περίγυρα αντικρύζει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν