Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


ΔΑΦΝΙΣ Για όλα τα δένδρα είνε κακό, φρικτό κακό ο χειμώνας, για τα ποτάμια η αναβροχιά, για τα πουλιά η παγίδα και γι' ταγρίμια τα θεριά τα δίχτυα από λινάρι και για τον άντρα ο έρωτας της κορασιάς. Ω Δία, δεν είμαι μόνος που αγαπώ, και συ αγαπάς γυναίκες. Έτσι λιανοτραγούδησαν με την αράδα οι δυο των, μα το τραγούδι το στερνό πρωτάρχισ' ο Μενάλκας.

Άξαφνα όμως άρχισα ν' ανατριχιάζω· κάποια μαγνητική ενέργεια να ερεθίζη τα νεύρα μου όπως η υγρασία ερεθίζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κ' ευθύς πορφυρό κύμα εχύθη απάνω μου, έδραμε απ' όλους τους πόρους της σαρκός, επέρασε στα αισθητήρια κ' επλημμύρισε το εγώ μου ολάκερο. Επίστεψα πως εκολύμπουν στα αίματα.

Και διαβαίνοντας από τις ιτιές εκεί κάτω, ξυπνούν τα πουλιά και μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά και φωνάζουν «Ποιός είδε κόρην όμορφη να σέρνη πεθαμμένος!» — «Ακούς» του κάνω «Κωσταντή, τι λένε τα πουλάκια;» — «Πουλάκια 'νε» μου ξαναλέει «πουλάκια 'νε κι ας λένε.» — «Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου» του κράζω τρομασμένα «φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις». — «Εχτές βραδύς επήγαμε» μου λέει «στον Άη Γιάννη, και θέμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και λέγοντάς μου τέτοια λόγια με κατεβάζει αντικρύ στην Αγιά Μαρίνα, και χάνεται σαν ίσκιωμα από μπρος μου!

Αυτοί όμως δεν ήσαν πολλοί εις το πτωχικό εκείνο χωριό, και το ψωμί και τα κάστανα όπου έτρωγαν ο γέρος και η γρηά, ήσαν πάντοτες ολιγώτερα από την όρεξί τους, και ακόμη πιο μικρό το μερδικό της Μηλιάς, αφού το εμοίραζε με τους πτωχούς και τα πουλιά. Η Μηλιά ήταν δεκαφτά ετών, όταν μια νύχτα, όπου ενόμιζαν αι θετοί γονιοί της πως κοιμάται, άκουσε να λέγη ο γέρος εις τη γυναίκα του·

Αράδ' αράδα εις κάθε μια ρίχνει το μάτι ο Λάμπης Και δεν γνωρίζει πουθενά την ώμορφη την Πούλια, Και καρτεράει ολημερίς, όσο που πήρε η νύχτα, Και τριγυρίζειτα κλαριά, τα μονοπάτια πιάνει, Διαβαίνει απ' ταις νεροσυρμαίς, περνάει κι' από τη βρύσι, Παίρνει μια-μια ταις θημωνιαίς, τ' αλώνια αράδ'-αράδα, Κι' ολούθε βλέπει νηούς και νηαίς·...την Πούλια δεν την βλέπει. Ταχυά ξημέρωσε γιορτή.

Ο Πέτρος ήταν εκείνος, ο φρόνιμος δουλευτής ή κανένας φοβερός προπάππος του; Αληθινά κρατούσε στο χέρι τα ειρηνικά ύπεργα ή το βρόχο που έρριχνε ο Λιβέρτης καβαλλάρης κ' έσερνε τον εχτρό κατόπιν του ώστε ν' αφήση τα κρέατά του στ' αγκάθια; Κ' εκείνα τα πουλιά που πετούσαν τώρα αποπάνου του, ήταν τάχα καλιακούδες ή τα κοράκια που συντρόφευαν λιμασμένα τους προπάτορές του στους κάμπους του Ευμορφόπουλου, ελπίζοντας άμετρη τροφή από τ' ακούραστο χέρι τους ;

Γνοιάζομ’ όσα λες μα ο φόβος μου δεν παύει και δε λέει μες στη ψυχή μου να ησυχάση° η έγνοια πόχει μέσα μου θρονιάση την τρομάρα των εχθρών μας όλο ανάβει. Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι το πασίτρομο για τ’ άλουβα πουλιά του, π’ ολοτρόγυρα στη δόλια τη φωλιά του έχουν στήση κακοσύντυχο καρτέρι.

Αλλά, μα τους θεούς, πώς πρέπει να πεισθή κανείς δι' όσα είπομεν εις την αρχήν, Σωκράτη, ότι κάποτε από πουλιά έγειναν γυναίκες ή από γυναίκες πουλιά ; Γιατί αυτά τα πράγματα μου φαίνονται περισσότερον από κάθε τι άλλο αδύνατα.

Και τι μου μένει πούσυρα τόσα πολλά μαρτύρια 321 μ' αιώνιες μάχες, τη ζωή σαν τίποτα αψηφώντας; Πώς πάει η κλώσσα το σπυρί στ' αφτέρωτα πουλιά της σα βρει κανένα, κ' έπειτα ψοφά απ' την πείνα ατή της, έτσι κι' εγώ πολλές νυχτιές περνούσα ξαγρυπνώντας, 325 και μέρες μες στα αίματα βουτούσα και στους φόνους, και με στρατούς χτυπιόμουνα για τα δικά τους τέρια.

« 'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά » Βογγούσαν 'σάν να λέγαν: » — Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός, » Ο φίλος σου, ο λατρευτός — » Και τα πουλιά να κλαίγαν.» « Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα, » Και να 'μοιρολογάνε· » — 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά, » Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά, » Αντί να κελαϋδάνε

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν