Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Αηδόνι γίνε, είπεν η Νεράιδα με προστακτικήν φωνήν. Και η Ανθούλα επέταξε μακρυά. Ήτο τώρα αηδόνι. Εκάθισεν εις το υψηλότερον μέρος του δάσους και άρχισε να τραγουδή· όσα τραγουδάκια έξευρε και όσα ποιηματάκια ενθυμείτο τα είπε με κελάιδημα αηδονιού. Όλα τα πουλιά του δάσους, αηδόνια καρδερίνες, σπίνοι, κίσσες, φλώροι ήλθαν ν' ακούσουν την νέαν αυτήν σύντροφόν των.

Τριγύρω άλλα μικροσκαλίσματα χρυσαλειμμένα, πουλιά, βαγιόκλαδα και χοντρόρρωγα σταφύλια. Μα το μόνο σημάδι που μπορούσε να το κάμη σεβαστό ήταν οι σταυροί του. Τίποτ' άλλο. Ο Τσαϊπάς στάθηκε ακίνητος, μη ξέροντας τι να σκεφτή και τι να κάμη. Ο κόσμος τον είδε κ' ένας με τον άλλον στύλωσαν όλοι τα μάτια καταπάνω του.

Τον έκαμεν ο ίδιος ο άνθρωπος. Ξέρεις τι λέγανε μια φορά οι παππούδες μας; Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γύμνια και πείνα την Λαμπρή! . . . Ο Σπύρος εγέλασε και είπε: — Καλνά σε είπανε ξυλόσοφο! — Το ξέρεις λοιπόν, κατεργαράκο μου, εξηκολούθησεν ο Μπάρμπα- Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος. Λυπάσαι γιατί χάλασε το μισό περιβόλι και φθονείς τα πουλιά και ζηλεύεις τα λουλούδια!

Πότε σας είδε ο κόσμος;... Σας χαίρονται τάγρια βουνά, κ' έχετε συντροφιά σας Τον πύργο τον σκοταδερό, της ποταμιάς το ρέμμα, Τ' αγέρι, τ' άγρια πουλιά, τον ήλιο και τ' αστέρια. Σας παίρν' η άνοιξ' η γλυκειά και λυόνουνε τα χιόνια, Και λουλουδιάζουν τα βουνά και κελαϊδούν τ' αηδόνια, Κι' ο κόσμος όλος χαίρεται κ' η πλάση αναγεννιέται, Εσείς και τότε θλίβεστε, και κλαίγεστε για ταίρι.

Με ωραία τάξι έρχονται οι σιτιστές και οι πεταλωτές, οι μάγειροι κι' οι οινοχόοι, έρχονται οι γραφιάδες, έρχονται οι οδηγοί των σκυλλιών κρατώντας λαγωνικά κι' άλλα σκυλλιά, έπειτα οι γερακοτρόφοι κρατώντας τα πουλιά στο αριστερό χέρι, έπειτα οι κυνηγοί, έπειτα οι ιππότες και οι βαρώνοι.

Και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι, γλυκόπνοη της άνοιξης δε σκόρπισε η ευωδιά, ήταν φθινοπωριάτικο στο πέρασμά σου βράδυ, και μόνο τ' άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά. Και παίξαν και στην κόμη σου κρεμάσαν ολογύρα, κι ήταν από τα μάτια σου σα να έσταζε το φως· και πέρασες, δε στάθηκες· μα στην ψυχή μου πήρα ό τι στην ώρα ο πόθος της λαχτάρησε κρυφός.

Το αναμεταξύ διάστημα δεν ήτανε περισσότερο από δέκα στάδια· μα επειδή το χιόνι δεν είχε λυώσει ακόμη, τούδινε πολλή κούραση. Ο έρωτας όμως όλα μπορεί να τα διαβή και φωτιά και νερό και Σκυθικό χιόνι. Φτάνει λοιπόν τρεχάλα στη στάνη κι αφού ετίναξε από τα πόδια του το χιόνι, και τα δίχτυα έστησε και τον αξό τον άλειψε σε βέργες μακρουλές· κ' ύστερα καθότανε προσμένοντας πουλιά και τη Χλόη.

Χαρά την είχαν τα βουνά, τρανό καμάρι οι κάμποι, Τα δάση στόλισμα ακριβό, κρυφή 'περφάνεια η βρύσαις, Αγάπη οι αητοί, και τα πουλιά της ερημιάς τραγούδι. Κι' ανέβαινε ψηλούς γκρεμούς, διάβαινε μονοπάτια.

Θέλω η βρυσούλα, η ρεμματιά, παλιές γλυκιές μου αγάπες, Να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους, Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους Να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ζυπνούν το τάχυ, Και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου Το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.

Η Κόρη κάθονταν ψηλά σε γυάλινον εξώστη Και κένταε μ’ αργυρές κλωστές, χρυσές και μεταξένιες, Απάνω σε κατάλευκο μεταξωτό μαντήλι, Όλα τα λούλουδα της γης και τ’ ουρανού τ’ αστέρια, Μαντήλι μοσκομάντηλο και της χαράς μαντήλι, Που θα φορούσε τη Λαμπρή, σαν θάσαρνε με χάρη Το σαραντάδιπλο χορό στο χωροστάτι μέσα, Κι’ εκεί που βαρυοξόμπλιαζε κ’ εκεί π’ ωριοκεντούσε Την πούλια, τον αυγερινό και τον αποσπερίτη, Κι’ έβανε στην εφτάστερη την πούλια αχνή λαμπράδα Κι’ αχτίδες ς’ τον αυγερινό, του ήλιου θυγατέρες.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν