Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Ήτανε λοιπόν γύρω του πλήθος πολύ χειμωνιάτικων πουλιών, επειδή δεν έβρισκαν έξω θροφή· πολλά κοτσίφια και πολλές τσίχλες και φάσες και ψαρώνια και κάθε λογής άλλα κισσοφάγα πετούμενα. Με την πρόφαση να κυνηγήση τα πουλιά εβγήκεν έξω ο Δάφνης, αφού εγέμισε το ταγάρι του πήττες μελωμένες και φέρνοντας για να τον πιστέψουν αξό και δίχτυα.
Πες 'ς τους ραγιάδες τους βοσκούς να βγάλουν τα κουδούνια Από τα γιδοπρόβατα, να μη λαλούν φλογέραις· Πες 'ς τα κορίτσια του Δαδιού να μη λαμπροφορέσουν, 'Στά μαύρα πες τους να ντυθούν, και να μη τραγουδήσουν 'Σάν παν 'ςτή βρύσι για νερό, 'ςτήν ποταμιά για πλύμα· Πες να σωπάσουν τα πουλιά και να μη κελαϊδήσουν, Κ' έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη,
Η όμορφη χήρα πέρασε στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεματιές, για να φτάση στον καλό της, να τον συντροφέψη όλη τη νύχτα, να του πη τα μυστικά της αγάπης. Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπαρίσσια τη γνωρίσανε από μακρυά και την καλοδέχτηκαν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.
Και όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν 'σαν σκυλάκια, για να τους δώση το μισό ψωμί της. Την έλεγαν Μηλιά, γιατί την είχαν εύρει ένα απριλιάτικο πρωί από κάτω από ένα μηλόδενδρο, σκεπασμένη από τα άσπρα άνθια, όπου είχε τυνάξει απάνω της ο άνεμος τη νύχτα.
Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι. — «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμπο!» Εμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα. Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος.
Κάνω ευχή παντοτινά το Φοίβο να υπηρετώ, κι' αν παύσω και καμμιά φορά, ας μου είνε τυχερό κι αυτό. Α! τα πουλιά στον Παρνασσό αφήσαν της φωλιές τους• στα κάγκελλα θα τους ειπώ να μη κοντοζυγώσουν μήτε και στους χρυσούς ναούς με τόξα θα χτυπήσης, κήρυκα του Διός εσύ, αϊτέ, που με του ράμφους τη δύναμι, κάθε πουλί νικάς.
Φέραμε το κρεββάτι του Σβεν στην κάμαρα με τη βεράντα για να μπορή νακούη από το ανοιχτό παράθυρο τα πουλιά που κελαδούσαν και τους ανέμους που σφυρίζανε. Εκεί είταν ξαπλωμένος στο λευκό κρεββατάκι του κι όταν σήκωνε τα μάτια, το έκανε περιμένοντας να τον φιλήσουν ή κινούσε ήσυχα τα μικρά, αδυνατισμένα χέρια και τότε σκύβαμε απάνω του γιατί ξέραμε πως ήθελε να μας χαδέψη.
Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.
Πρόσεξε λοιπόν αν είναι δυνατόν και την επιστήμην όταν είναι κτήμα σου να μην την έχης πρόχειρον, αλλά να την έχης καθώς έχει κανείς τα άγρια πουλιά, δηλαδή τας περιστεράς και οτιδήποτε άλλο, αφού τα συλλάβη και κάμη εις την οικίαν του ένα περιστερεώνα και τα τρέφη. Βεβαίως θα ειπούμεν κάπως ότι αυτός τα έχει διαρκώς, και ακριβώς ότι είναι κτήμα του. Θεαίτητος. Μάλιστα. Σωκράτης.
Για δες μας, Μαρία, δεν μοιάζουμε σαν αδέλφια! Κατεργάρη! Μ α ρ ί α Λοιπόν το ίδιο βράδυ, όταν ο ήλιος άπλωνεν εις την δύσι του κατακόκκινας πέπλους επαντρευθήκαμεν. Τι ωραία βραδειά Αί! Κώστα! Τρέλλα τρέλλα! Τι κρίμα, που δεν είσαστε, εκεί Κα Μ ε μ ι δ ώ φ θα σκάσω! Μ α ρ ί α. Χιλιάδες πουλιά ετραγουδούσαν γύρω μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν