Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Και να μην είνε, λέει, θάλασσα παρά να είνε στεριά, και να γλιστράη το καράβι και να τρέχη με μια γληγοράδα, σαν όνειρο! Και να μην ανοίγη στόμα ψυχή να μιλήση, μόνο να κάθουνται κει μέσα όλοι αμίλητοι κι ολόχλωμοι. Χριστέ και Παναγιά μου! Άσκημο, άσκημο όνειρο. Αρετ. Αχ, πως μ' αποτρομάζεις, μάννα, μ' αυτά σου τα όνειρα! Κωστ. Και να δης που θα βγουν το μήνα που δεν έχει σάββατο. Δέσπω.

— «Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάννα μ';» Του είπα. — «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχειςΤότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντάς τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα: — «Αλήθεια, ζη η μάννα μ';» — «Ζη και παραζή, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμήΜου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο.

Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.

Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.

Μ' άρπαξες απ' τα χέρια τα λευκά μου, και μ' έσυρες στο βάθος της σπηληάς, ενώ εγώ τη μάννα μου ζητούσα, και συ, θεός, επλάγιασες μαζύ μου ερωτικά και με χωρίς ντροπή. Η δύστυχη! σου γέννησα παιδί, που τ' άφησ' απ' της μάννας μου το φόβο εκεί, όπου εσμίχθηκα με σε. Αλλοίμονο μου! το φτωχό παιδί, που ήτανε δικό μου και δικό σου, τα όρνυα μού τ' αρπάξανε κ' εχάθη, και συ κιθάρες παίζεις, τραγουδείς!

Έβγαζε τη σκέπη της και την απόθετε απάνω σε σεντούκια μαζί με το μαντιλάκι της, και ταντίδωρο μέσα τυλιγμένο, για τη γριά τη μάννα της απάνω.

Της είχα δώσει και μιαν αλισφακιά στο καλύβι. Να! ακούτε; ανοίξτε το παράθυρο ν' ακούστε. Κι άνοιξε η μακαρίτισσα το παράθυρο, και τρέξαμε η Αννούλα και γω κατόπι της, κι ο γέρο Βασίλης μαζί μας, και σκύψαμε, κι ακούσαμε στο βαθύ το σκοτάδι φωνές, τσιριχτά, κλάματα, γέλοια, κάθε λογής ταβατούρι κατά το σπίτι του Καλαφάτη. Κλείσαμε το παράθυρο και καθήσαμε πάλι μέσα. Η μάννα μου είταν κατάχλωμη.

Ο παππάς που μας εστεφάνωσε άκουσα να λέη την ώρα που διάβαζε τον Απόστολο, πριν ειπή το Βαγγέλιο, πως «η γυνή πρέπει να φοβήται τον άνδρα». Ο Λάμπρος ο Βατούλας, μειδιών ίσως διά να δώση αφορμήν ειρηνεύσεως εις τα δύο πρόσωπα της σκηνής, τρέπων το θέμα επί το αστειότερον, είπε·Μα ξέρεις, κουμπάρε, τί την δασκαλεύει τη νύφη, η μάννα της; — Τι;

Είπε• και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους έδωσε απαρχήτα γεμιστά ποτήρια. αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 185 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα• και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων• τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων 190 καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη, με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα, πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι• ώστε κακότο μεταξύ και βλάβη να μη πάθη 195 την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις, η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν. και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε, κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν• 200 ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοιεμάς φανερωθήκαν οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις• μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν• και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση, δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι 205 οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων».

Ο φθόνος με το φόβο έσμιγαν και βασάνιζαν την αράθυμη ψυχή του. Και νεκρή ακόμα την έτρεμε την Κυρά Πανώρια. Βέβαια δεν πίστευε πως μπορούσε να ξαναζήση. Το θετικό μυαλό του δεν πίστευε στα φαντάσματα. Η ζωή της όμως είχε ακόμα επιρροή στην κοινή συνείδηση κ' ήταν κακή δικλοποδιά στην πρόοδό του. — Ψε!.. είπε κουνώντας το κεφάλι· μεγάλη μάννα, αλήθεια· μα τι παιδιά έκαμε!...

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν