Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


«Νά η Μικρούλα ! Νά η Μικρούλα ! ναΣτις δυο η ώρα το πρωί γύρισε ο Νίκος με τη Λιόλια – – Όταν βγήκε το απόγεμα της Κυριακής ο Νίκος απ’ το σπίτι, Πήγε τα-ίσα στο μέρος πούχε πη η θεια Ελέγκω πως θα πάνε να δουν το κομιτάτο : στην Οδό Σταδίου αντίκρυ απ' τη Βουλή, αποπάνω απ’ τον «Αβέρωφ». Στο δρόμο έδωσε τρεις δραχμές και πήρε μια μεγάλη σακκούλα χαρτοπόλεμο και ένα μάτσο σερπαντέν, για νάχη η Λιόλια να ρίχνη . . . Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήτανε γεμάτα κόσμο· κι αποπίσω τους ήταν κι άλλοι πολλοί ανεβασμένοι σε καρέκλες.

Με τα μάτια χάμω, τραβιώντας τα μανίκια της έκαμε αργά-αργά τα λίγα βήμα ως την πόρτα που στεκόταν ο Νίκος και βγήκεν έξω . . Ο Νίκος κοντοστάθηκε λιγάκι: την τελευταία στιγμή του φάνηκε πως θα τον ξαναφώναζε κάποιος πίσω, πως δεν τόχε πη σταλήθεια η Βεργινία να παν, αυτός με τη Λιόλια, στους κάμπους για λουλούδια.

Στάθηκαν απόξω και μίλησαν αρκετή ώρα !. . . Ο Νίκος ξαναμπήκε μέσα κατσούφης. -Να πας στη θεια Ελέγκω, του είπε η Βεργινία, να της πης να μας στείλη τη Λιόλια, την ανεψιά του αντρός της. . . Είναι καλό κορίτσι. . δεν έχει κανένανε στον κόσμο. . . Σαν ήμουνα στης θειας ήτανε μικρή. . πήγαινε στων Απόρων Γυναικών. Τώρα θα κοντεύη δεκαεφτά χρονώ.

Ήτανε χωμένη μέσα σ’ ένα μπουλούκι μαζί με το Μίμη, που τη βαστούσε ακόμα μες την αγκαλιά του κ' έδιωχνε τους μασκαράδες που κάνανε σαν το μελίσσι γύρω της . . . Όταν αντίκρυσε η Λιόλια το Νίκο, έβγαλε μια φωνίτσα σαν ένα μικρό λυγμό-που δεν έδειχνε χαρά ήτον ή κλάμα; Ο Νίκος την έπιασ' απ’ το μπράτσο και την τράβηξε καταπάνω του· έπειτα γύρισε απότομα και κρατώντας το χέρι του προφυλαχτικά πίσω απ’ την πλάτη της, άνοιγε δρόμο μεσ' απ’ τον κόσμο με τα γόνατα και τους αγκωνές, με σκουντιές και σπρωξίδι, με τα «μπαρντόν» και «συγνώμη» και «λίγο τόπο περικαλούμε», κατά την πόρτα. . . Ο Μίμης έμεινε κόκκαλο Έπειτα έκανε να τρέξη το κατόπι, μα έλα που τα είχαν ιδεαστή όλα τα τρεχούμενα οι μασκαράδες και τονέ ζώσανε στη μέση, σάμπως να θέλανε να βγάλουν απάνω του το άχτι τους για την κερήθρα πούχανε χάσει. . . Εκεί που έβαζε ο Νίκος το παλτό του, με το Δάσκαλο κοντά που βγήκε να βοηθήση της Λιόλιας και να τους χαιρετήση, νά σου κι ο Μίμης, κίτρινος σαν το θειάφι, πούρθε να ζητήση το λόγο-: -Βρε συ!-του λέει του Νίκου με χολόπνιχτη φωνή-πως τραβάς το κορίτσι μέσ' απ’ τα χέρια μου πριν να τελείωση ο χορός; -Άιντε από 'δώ χαζέ! δε Θα σου δώσω λόγο!-του αποκρίθηκε ο Νίκος, που κι αυτός τάραζε σύσωμος από θυμό, σαν το καπάκι του τέντζερη που αφρίζει στη φωτιά.

Θάρθη μούπε στις τρεις να πάρη τη Λιόλια να πάνε να δούνε μασκαράδες από 'να σπίτι πού την προσκάλεσε μια γνωστή της. . και να πάω λέει εγώ το βράδυ να τηνέ φέρω. . . Καθήσανε να φάνε. Στο φαΐ ο Νίκος περισσότερα γέλοια έκανε παρά μπουκιές πούβαζε στο στόμα του· κρασί όμως έπινε μπόλικο.

Και μ' αυτά ίσα-ίσα φούντωσε τώρα μέσα στην καρδιά τον ο πόθος του κοριτσιού, ξεχείλησ' η λαχτάρα τον για τη Λιόλια. Τo μουντό τραγούδι.

Έπεσαν οι φίλοι απάνω τους κι από παρακεί κάτι άλλοι στρατιωτικοί-πούχανε δικό τους γλέντι ταχτικό σ’ αυτήν την ταβέρνα με κάτι τραγουδάκια πούφτειανε ο ένας τους, «το σκαπανάκι» με τόνο μι, κ' έβαζε τους άλλους και του τα τραγουδούσαν. . έπιασαν το Μίμη τέσσαρες άντρες και τον πήγαν έξω, γιατί έκανε φόβο αυτουνού ο θυμός, καθώς πάντα... Σα γύρισε σπίτι ο Νίκος, τη νύχτα, ήτον ξεμέθυστος· μα καθώς έκανε να του μιλήση η Λιόλια, έτσι για το τίποτα, σήκωσε το χέρι του και της έφερε μια γροθιά τανάμεσα στις πλάτες που σωριάστηκε χάμω, μιαν οργυιά μακριά, και γόγγυξε χωρίς να μπορή να πάρη αναπνοή για πολλήν ώρα Ήτον κι αυτή μια απ’ τις ματιές που έρριχνε το φεγγάρι της ζωής απ' της ψυχής της το συννεφιασμένον ουρανό.

Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχκαι πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι.

Κι ο Νίκος καθόταν εκεί ασάλευτος, στριμωγμένος απάνω της, και δεν ήξερε κι αυτός πούθε τουρχόταν τόση χαρά, τέτοιο γούστο για τους μασκαράδες σαν ποτέ του . . . Φρρ ! έκαμε μια κορδέλλα από σερπαντέν και πέρασε μια θηλειά γύρω στα κεφάλια του Νίκου και της Λιόλιας που είδαν κ' έπαθαν ως να ξεμπλεχτούν . . . Πήρε φωτιά τότες η Λιόλια κι άρχισε να ρίχνη το χαρτοπόλεμο με τις χούφτες απ’ τη σακκούλα του Νίκου σ' όποιον περνούσε . . κι ο Νίκος πετούσε σερπαντέν.

Έτσι έπαιρνε κι αυτός τα σχέδια του σπίτι και καθόταν και χαράκωνε και φωτοσκίαζε κ’ έσβηνε με τη γομμαλάστιχα ίσαμε που βράδιαζε και δουλεύοντας σφύριζε ακατάπαυτα, σαν τον κότσυφα. . . Η Λιόλια περνούσε από μπροστά απ’ το τραπέζι του και κρυφοκυττούσε τις ζωγραφιές πούφτειανε ο Νίκος. Και άμα έβλεπε πως ο Νίκος περισσότερο αυτήν κυττούσε παρά τη μύτη του μολυβιού του, κοκκίνιζε ως ταυτιά.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν