United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ήταν ο Μάης παράδεισος που μύριζαν τα μήλα κι ήτανε το κελάδημα στους κλώνους η πνοή σου κι ο κόσμος το πρωτόλουβο το γέλιο της ψυχής σου που είδε τον ήλιο μια στιγμή να λάμψη στο ακρογιάλι, καθώς στην πρύμνη σκίρτησε φαιδρό το μαϊστράλι.

Σαν ποιο λιβάδι τάχα Να βρέχη, να δροσολογά; Τι δέντρα να ποτίζη Και τι λουλούδια να φιλή; Τάχα σαν ποιο ακρογιάλι Με αγάπη να το δέχεται γλυκάτην αγκαλιά του; Τι αγγέλοι τάχα, τι πουλιά, τι πρόβατα το πίνουν, Και τι νεράιδες ώμορφες να λούζουν τα κορμιά τους; Σαν πώς να λάμπη εκεί ο ουρανός; Σαν πώς να ξημερώνη; Πώς να σουρπώνη από βραδίς; Τ' αστέρια πώς να φέγγουν Σαν ποιο στρατί να βγαίνη εκεί; Σαν πού θα τ' απαντήσω; Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι, Βουνά, ποτάμια επέρναγα, νεροσυρμές και κάμπους, Δεν τ' απαντούσα πούπωτα.

Τόσα χρόνια το ανάστενα στη φαντασία μου, το έβλεπα γιγαντωμένο εμπρός μου, επάλαιβα μαζί του, εθριάμβευα και τόρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν ημπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχη, κάπου να το συναντήσω, θέλεις κάτω στους βυθούς, θέλεις πέρα στο ακρογιάλι, θέλεις απάνω στα σύγνεφα· έστω! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του και ας με καταλύση.

Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία, ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον. αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν, ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125 και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάσητην δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει, κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη, και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν, ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα τηςτα ξένα. 130 και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον, ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα• εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν• ή ψάρια τον κατάφαγαντην θάλασσα, κ' εκείνου 135 άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζειακρογιάλι. κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος τους φίλους κ' έξοχαεμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη, ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140 το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν. ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω να τους ιδούν τα μάτια μουτην γη την πατρική μου• αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος. και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145 ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε• αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».

Όταν όμως μένανε μόνοι η μαμά κι ο μπαμπάς, έλεγε ο τελευταίος συχνά: — Είναι γερός και χαρούμενος όσο δεν είτανε ποτέ. Γιατί μιλεί πάντα για το θάνατο; Και κείνη απαντούσε: — Δεν του μιλώ εγώ γι' αυτόν. Οι στοχασμοί του έρχουνται και φεύγουν όπως θέλουν. — Βλέπεις; Έδειξε κάτω στο ακρογιάλι. Εκεί καθότανε ο Σβεν μόνος και φαινότανε υπερβολικά ευτυχισμένος και χαρούμενος.

Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405 γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και άματο πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι• και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε•

Ραψωδία Μ Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο, κ' έφθασε μεσοπέλαγατην νήσο την Αιαία, 'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία, και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει, 'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, 5 εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.

Θα τον πάρω κάτω στο ακρογιάλι απόψε το βράδι, όταν θα κοιμούνται όλοι. Είναι μια μικρή πάλη. Κ' έτσι δε θα σε βασανίζω πια όπως το έκαμα έως τώρα. Μπήκα μπροστά της και με όση δύναμη είχανε τα χέρια μου την κάθησα με βία στον καναπέ. — Περίμενε, είπα, περίμενε! Δεν το ξέρεις και συ τι κάνεις. Μα εκείνη μου απάντησε μονάχα: — Θα είναι δυστυχία και των δυο μας, αν μ' εμποδίσης.

Μέσα σε τέτοιο πέλαγο, βαθύ μελανιασμένο, Έν' ακρογιάλι μακρυνό, το μάτι του Θανάση Ξανοίγει που τους έκραζε . — «Παιδιά, ς' το Μοναστήρι...» Και δρασκελίζουν πεταχτά τη σιδερένια φράχτη Πωλόγυρά τους έπηξε... Σεισμός το πέρασμά τους.

Και η φωνή του από μαλακή και παρακαλεστική που ήταν ανέβαινε σιγάσιγά κ' εξέσπαε τέλος βρισάρα, σαν το κύμα που πιάνεται μαλακό, παιγνιδιάρικο στο ένα ακρογιάλι και καταντά στο αντικρυνό φοβερός και τρομερός κοσμοχαλαστής. Αλλά το πουλί σαν να ευχαριστιόταν με την παραφορά του εκείνη, άνοιγε το στόμα του, έδειχνε γλώσσα μικρή και σουβλερή κ' εχαυνιζόταν πλατειά με χαμώγελο και περιφρόνησι.