United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΝΑΛΚΑΣ Μην εύχεσαι για κτήμα μου του Πέλοπος τη χώρα μηδέ 'δικό μου θησαυρό το βιος του Κροίσου νάχω και μηδέ καν να ξεπερνώ στο δρόμο τους ανέμους· μα ευχήσου με να τραγουδώ κάτω απ' το βράχο τούτο, να σ' αγκαλιάζω βλέποντας ταρνιά μου μαζωμένα, που βόσκουνε στ' ολόδροσο Σικελικό ακρογιάλι.

Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου, κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και αυτούτο πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους, 'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν. και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν 410 απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις, όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν μουγκρίζοντας• όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους, εχύθηκαν δακρύζοντας• κ' εφάν' εις την καρδιά τους 415 εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, 'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν, και κλαίοντας μου ωμίλησαν• «για την επιστροφή σου, διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. 420 πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων».

Γιόμισε τ' ακρογιάλι εκεί μπροστά στα πλοία λόχους παντού, κι' ορμούσαν οι στρατοί με ξεκουφάστρα αντάρα.

Μα όχι! στου Διός θα ορκισθώ το θρόνο τον πολύαστρο, κι ακόμα στην Αθηνά, των βράχων μου θεάν, μα και στο ακρογιάλι το ιερό του Τρίτωνος της λίμνης, πως θα κάνω το σφάλμα μου γνωστό, να ελαφρώσω τα στήθηα μου από το βάρος τους αυτό.

Εγύριζα ολημερίς στο ακρογιάλι, εβούταγα με ηδονικήν ανατριχίλα στο νερό, αχόρταγα ερουφούσα την αρμυρή μυρουδιά, εκυλιόμουν μακάριος στα φύκια σαν μεταξοπούπουλα· εκυνήγουν αχινούς και καβούρια. Συχνά εκατέβαινα στο λιμάνι και δειλά επλησίαζα τις συντροφιές των ναυτικών ν' ακούσω κουβέντα για τ' άρμενα, για ταξείδια, για τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δεν εγύριζαν καθόλου να με ειδούν.

Και τράβαγε και τράβαγε κι’ όλο μπροστά τραβούσε Σα σύφουνας τρομαχτικός, σαν αγριοβόρρι μαύρο, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά με τα λιοντάρια πίσω, Και τα ποτάμια πλάγι του τρεχάτα κι’ αφρισμένα... Σαν κεραυνός σαλάγαγε τ’ αγριόγιδα να τρέχουν, Και τα λιοντάρια ανάγκαζε να σέρνωνται κοντά του, Κι’ αχούσεν η ανάσα του πο τον πολύν το μόχτο, Σαν αγριεμένη θάλασσα, που σπάει στ’ ακρογιάλι, Κι’ όταν εκοντοζύγωσε στης Κορασιάς τον Πύργο, Ένα τραγούδι αρχίνησε να γλυκοτραγουδάη, Με μια ασυνήθιστη φωνή, μ’ έναν σκοπόν ουράνιο, Που τρέξανε χαρούμενα στο πλάγι του τ’ αρκούδια, Πηδώντας και χορεύοντας, και χοροπερπατώντας, Τ’ αηδόνια βουβαθήκανε, πο την πολλή τους ζήλεια, Σωπάσαν όλα γύρω του, οι θόρυβοι σβυστήκαν, Ο κόσμος όλος στάθηκε προσεχτικός ν’ ακούση Τ’ αρμονικό τραγούδι του και τη γλυκειά φωνή του, Πώδινε την απάντηση στης Κόρης το τραγούδι.

Είνε, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυννησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο ταγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' έστειλα τους συντρόφους μουτα δώματα της Κίρκης, του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. 10 και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ. και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν, μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη. κ' ίσιον εστήσαμε κουπίτην κορυφή του τάφου. 15

το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205 τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσετην πρύμνη, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης• κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων, πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210 ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν• ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση. και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναιτον θυμό του».

Αφτά θυμούνταν κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια, ώρες στη ράχη πλαγιαστός ή στο πλεβρό γυρμένος 10 ώρες τ' απίστομα. Άλλοτες σηκώνουνταν περπάταε άσκοπα στ' ακρογιάλι ομπρός.