United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ναγοράση τα μπαγιάτικά του λουκούμια. Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάννας!

Μα αν είναι αφτός που εγώ θαρρώ, αν ο Διομήδης είναι, με δίχως χέρι αφτός θεού δεν κάνει τόσο θρήνος, 185 Μον κάπιος δίπλα τον βοηθάει θεός, κουκουλωμένος 186 με καταχνιά. Τι τούρηξα πολιώρα και τον βρήκα 188 δεξά στον ώμο, διάμεσα του τσαπραζού ως αντίκρυ· κι' έλεγα εγώ πως τούσκαψα το λάκκο, μα στον τόπο 190 δεν έμεινε... κάπιος μαθές θεός μας κατατρέχει.

Ένα ποτήρι ξέχειλο από νέκταρ ήταν ο τόπος κ' έπιναν οι άνθρωποι και γίνονταν θεοί· έπιναν οι θεοί και γίνονταν θεώτεροι. Αλήθεια λέω ή παραμύθι; Όπως θέλτε πάρτε το. Φτάνει να μάθετε πως τη θεόκορμη βελανιδιά κακό δρολάπι τη γκρέμισε. Και το δρολάπι δεν ήταν άλλος παρά η κολασμένη γενιά του Άλταη του Χαγάνου. Το πατρικό της ήταν ψηλά στο Χρυσοβούνι, σε τόπο λογγωμένο και μισόξενο.

Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα, με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου. «Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, στον τόπο που γεννήθηκα! «Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου!

ΚΥΠ. Οι Κρηντιτζοί μιλούσιν τα λωά τα λόγιά τους και την αχελουμαλούσα λέσιν νύμφη, το λαμπρόν λέσιν το φωτιά, τον άπαρο λέσιν τον χτήμα και ταις κουδέλαις λέσιν ταις κουράδιακαι είπεν του ο Κρητικός τ' Αρβανίτην π' ούφαις τα κουράδια, της κουδέλαις, τ' αρνίαν που λέσιν στον τόπο μας κι Αρβανίτης είπεν του να τα φάης συ, και πήκασιν καλαμπαλίκηνκι' Αρβανίτης έρριψεν πιστόλην του και χτύπησεν τον Κρητικόν στον χέριν του και γίνηκεν πανναήρινείπα τους να νον γιατρέψω εώ κ' ήψα λαμπρόν στη φουκούν, για να κάμω άμπλαστρο ν' αλλείψω τον γιαράν του....

Ξεχάστε το θυμό σας, και δώστε μας πάλι την αγάπη σαςΟλόρθος σηκώθηκε ο Μάρκος στης σκάλες του αλόγου του: «Όξω από τον τόπο μου, προδότες! Ποτέ πεια δε θάχετε την αγάπη μου! Από σας, έδιωξα τον Τριστάνο. Όξω λοιπόν και σεις από τον τόπο μου! — Καλά, ωραίε Βασιλιά. Οι πύργοι μας είναι οχυροί, για ν' ανέβη κανείςΚαι χωρίς να χαιρετήσουν, γύρισαν της πλάτες.

Τεσσεράμιση μίλια μάκρος είχε ο δρόμος της Αντιόχειας, που από τη μια μεριά πήγαινε παράπλευρα με τον ποταμό, κι από την άλλη σκεπαζότανε με στοά μεγαλόπρεπη απ' άκρη σ' άκρη. Κι όσο για νερά, όπου γύριζες να δης έτρεχαν, κ' είταν η μόνη πόλη που δε μάλλωνε ο κόσμος για νάβρη τόπο μες στα λουτρά.

Πώς θα εκδικηθή εκείνους που τον ατίμασαν!... Στον Κόκκινο Σταυρό, ηύρε το δασοφύλακα. «Τράβα μπροστά. Πήγαινέ με γρήγορα, γρήγορα, γραμμή». Ο μαύρος ίσκιος των δέντρων τους σκεπάζει. Ο Βασιληάς ακολουθεί τον κατάσκοπο. Έχει πεποίθησι στο σπαθί του που άλλοτε χτύπαγε τόσο καλά χτυπήματα! Α! Αν ξυπνήση ο Τριστάνος, ένας από τους δυο, ο Θεός ξέρει ποιος!, θα μείνη στον τόπο.

Τώρα στα καλά καθούμενα δεν παύει να τον διαβάνη και να τον βρίζη ξετσίπωτα. Πλαστογραφεί την ιστορία του, αλλάζει τη γεωγραφία του, αρνιέται τη γενιά του, τον λέει ξενοπάτη στον τόπο του. Κάθε μεγάλος Ευμορφόπουλος γίνεται με το στανιό Θεομίσητος· κάθε αιματοποτισμένη γωνιά του μετοχιού γίνεται με το έτσι θέλω δική του.

Αν νικήσω κράτησέ με κοντά σου. Ή, αν δε θέλης να με κρατήσης, θα φύγω σε μακρυνόν τόπο». Κανείς δεν εδέχθη την πρόκλησι του Τριστάνου. Ο Μάρκος πήρε στα χέρια του τα χαλινάρια του αλόγου της Ιζόλδης, κ' εμπιστευόμενος τη Βασίλισσα στο Λιντάν, πήγε παράμερα για να πάρη συμβουλή. Χαρούμενος ο Ντινάς έκαμε στη Βασίλισσα χίλιες τιμές και χίλιες περιποιήσεις.