United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα οι Ρωμαίοι, πολιτικοί ανοιχτομάτες, που δεν παν να αφανίσουν εκείνο που σε κάθε τόπο υπάρχει, παρά το μεταχειρίζονται για τους δικούς των τους πολιτικούς σκοπούς, οι Ρωμαίοι, σαν τον Αλέξαντρο, άφησαν τις Ελληνικές πολιτείες να κυβερνιούνται μοναχές τους, και αυτοί κράτησαν την πολιτική κυριαρχία. Ας σηκωνόταν η Σπάρτη να χτυπήσει τις Ρωμαϊκές λεγεώνες!

Ένα οργανέτο έπαιζε ακόμα μπροστά στο καφενεδάκι, τελειώνοντας βιαστικά κάποιο σκοπό παληάς όπερας, που ξυπνούσε, μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, ξεθωριασμένους πόνους. — Κάνετε τόπο, ρε παιδιά, να σηκώσωμε τον άνθρωπο. Θα μας μείνη στα χέρια... Ακούστηκε μια φωνή παρακαλεστική και τρομασμένη μαζί. — Δεν είνε τίποτα. Μην κάνετε έτσι.. είπε ο χτυπημένος. Η φωνή του όμως ήτανε πνιγμένη κι' αδύνατη.

Αν ήρθες να μου πης πως πέθανε και μούφερες τις παραγγελιές του, πάρτες πίσω και πήγαινε στο καλό. Γιατί αυτός στάθηκε σκληρός μαζή μου και δε μούκανε το χατήρι που του ζήτησα. Ο ξένος πέτρωσε απάνω στα πόδια του. Θυμήθηκε τα δάκρυα πούχυνε πεθαίνοντας στον ξένον τόπο τόμορφο παλικάρι, θυμήθηκε τα γλυκόλογα που του 'δωκε να φέρη στην καλή του και ράγισε άλλη μια φορά η καρδιά του.

Ήξερε την αμάχη που χώριζε παλαιούθε τους Θεομίσητους με τους Μορφόπουλους. Πριν ακόμα καταιβούν οι δικοί του σε τούτα τα χώματα, οι Θεομίσητοι σαν όρνια λιμασμένα είχαν αφανίσει τον τόπο. Μεγάλη τους ήταν η απονιά και μεγαλείτερη η αχορταγιά τους.

Θάνε πράμα αληθινό, που δε σου βγαίνει από το νου σαν τακούσης, πως δε γίνηκε τάχαμου κείνα τα χρόνια. Εγώ το πίστεψα σαν τάκουσα· και το πιστέβω όπως σε βλέπω. Θα πιστέψης και λόγου σου, για δε μπορεί τέτιος λόγος νάβγη του κουτουρού. Δε μπορεί να ειπωθή παραμύθι, και να ειπωθή ψέφτικη ξεστόρηση, που δεν έχει τον τόπο της, και δεν έχει το γιατί της. Ή πώς λες και του λόγου σου;...

Κ’ εγώ όλα εκείνα ακούοντας, την Κορινθίαν γην φεύγω γλιγωρότερα όσο μπορούσα, τ’ άστρα πέρνοντας οδηγούς στο μισεμό μου° μη θέλοντας όσα κακά οι χρησμοί σ’ εμένα επρόβλεπαν να τελεσθούν, έφευγα πάντα. Και προχωρώντας έφθασα στον τόπο εκείνον που λες ότι εσκοτώθηκεν ο άναξ της Θήβας. Και θα σου πω βασίλισσα την πάσα αλήθεια.

Διάλεξα εκείνη που έπεσε από τα μαλλιά της αυτή η χρυσή τρίχα, και μάθετε ότι δε θέλω καμμιά άλλη. — Κι' από που, ωραίε άρχοντα, έρχεται αυτή η χρυσή τρίχα; — Έρχεται, άρχοντες, από την ωραία με τα χρυσά μαλλιά. Δυο χελιδόνια μου την έφεραν. Αυτά ξέρουν από ποιον τόπο». Οι βαρώνοι κατάλαβαν ότι τους εκορόιδευε. Εκύτταζαν τον Τριστάνο με πείσμα.

Γυρεύουμε τόπο ν' αρράξουμε· πού ν' αρράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικράμεγάλα ήσαν αρραγμένα εκεί· χωριστά πεντέξη βαπόρια. Από τα κατάρτια και τα σχοινιά επίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο δάσος χειμώνα καιρό. Ως τόσο ήρθεν ο πιλότος και μας άρραξε σε μία άκρη, κατά τα Κοκκινάδια.

Ως κ' η άγια εκείνη η πέτρα στον τόπο της μένει. Και το χωριό; Και το σπίτι; Θα τα ξαναδούμε και κείνα, σαν αρχίσουμε τα παραμύθια μας, τα ταξίδια μας. Κάθε βράδυ τώρα κι εμπρός, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε, θα την έχω την καλή σου τη συντροφιά. Θα ταξιδεύουμε κάθε βράδυ. Ταξίδια της φαντασίας ήσυχα και κρυφά. Θα βλέπουμε και θακούμε. Αχ, τι θα δούμε, και τι θακούσουμε! Μια ρωμιωσύνη αλάκερη!

Ιζόλδη, ποτέ δε θα συλλογιζόμουν αυτόν το χωρισμό αν δεν ήτανε η μίζερη αυτή ζωή που προς χάρι μου υποφέρετε τόσον καιρό τώρα, Ωραία, σ' αυτόν τον έρημο τόπο». — Τριστάνε, θυμηθήτε τον ερημίτη Ογκρίν στο άλσος του. Ας γυρίσουμε σ' αυτόν. Κ' είθε να μπορέσουμε να ζητήσουμε έλεος από τον Ουράνιο Πατέρα, Τριστάνε, φίλεΞύπνησαν τον Γκορνεβάλη.